Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μανιώδης , ης, ες μα-νι-ώ-δης επίθ. {μανιώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών· μανιωδέστ-ερος, -ατος} 1. που διακατέχεται από πάθος για κάτι: ~ης: αναγνώστης/καπνιστής/συλλέκτης/(χαρτο)παίκτης. Πβ. φανατικός. 2. πολύ έντονος, εντατικός: ~ης: αναζήτηση. ~εις: προσπάθειες. Βλ. -ώδης. ● επίρρ.: μανιωδώς (λόγ.) [-ῶς] [< αρχ. μανιώδης ‘μανιακός, τρελός’]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.