Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαντίλα μα-ντί-λα ουσ. (θηλ.) & μαντήλα: γυναικείο υφασμάτινο κάλυμμα, κυρ. της κεφαλής: ισλαμική (= τσαντόρ)/μαύρη/παραδοσιακή (= κεφαλόδεσμος) ~. Πβ. μαγνάδι, μαντίλι, μπόλια, πέπλο, τσεμπέρι, φακιόλι. [< μεσν. μαντίλα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.