μαξιλάρι μα-ξι-λά-ρι ουσ. (ουδ.) {μαξιλαρ-ιού} 1. υφασμάτινος σάκος γεμισμένος συνήθ. με βαμβάκι, μαλλί ή πούπουλα, που χρησιμοποιείται για τη στήριξη και την ανάπαυση του κεφαλιού κατά τον ύπνο ή γενικότ. ως διακοσμητικό: ανατομικό/μαλακό/ορθοπαιδικό ~. ~ καναπέ/καρέκλας/πολυθρόνας. ~ αυχένα/μέσης/πλάτης. Κάθισμα-~ (πβ. πουφ). Σετ ~ιών. Κοιμάμαι χωρίς ~. Βλ. προσκέφαλο.2. ΟΙΚΟΝ. ρύθμιση ή γενικότ. οποιοσδήποτε παράγοντας μετριάζει τις επιπτώσεις μιας αρνητικής οικονομικής εξέλιξης: Κεφαλαιακό ~ ... δις. ~ ασφαλείας/ρευστότητας. Μέτρα-~ ύψους ... ευρώ. Πβ. πρόβλεψη. ● Υποκ.: μαξιλαράκι (το) ● Μεγεθ.: μαξιλάρα (η) [< 1: μεσν. μαξιλ(λ)άριον 2: αγγλ. cushion]
προσκέφαλο
προσκέφαλο προ-σκέ-φα-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άλου} & προσκεφάλι: μαξιλάρι, κυρ. κρεβατιού, στο οποίο ακουμπά το κεφάλι για στήριξη ή ανάπαυση· κεφαλάρι: ξύλινο/ψηλό ~.|| (κατ' επέκτ., για όχημα) Αποσπώμενο ~ καθίσματος αυτοκινήτου. Ενεργά ~α (: για προστασία του κεφαλιού σε περίπτωση σύγκρουσης). ● ΦΡ.: στο προσκέφαλο/στο προσκεφάλι (μτφ.) για να δηλωθεί 1. η ιδιαίτερη αξία που αποδίδουμε σε κάτι: Κοιμόταν με τη φωτογραφία της ~ ~ό/~ ~ του. Είχε πάντα το εικόνισμα κάτω από το ~ό/κάτω από το προσκεφάλι του.2. η φροντίδα, το ενδιαφέρον και η περιποίηση προς κάποιον ανήμπορο, ασθενή: Ξαγρύπνησε στο ~ ~ό/~ ~ του. [< μτγν. προσκέφαλον, γαλλ. appuie-tête]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.