Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαργαρίνη μαρ-γα-ρί-νη ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. εδώδιμη λιπαρή ουσία που αποτελείται κυρ. από πολυακόρεστα φυτικά έλαια και νερό, μοιάζει με βούτυρο και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατό του, επειδή είναι πιο υγιεινή, καθώς περιέχει πολύτιμες λιποδιαλυτές βιταμίνες. Πβ. φυτίνη. Βλ. -ίνη. [< γαλλ.-αγγλ. margarine < αρχ. μάργαρον, μαργαρίτης ‘μαργαριτάρι’]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.