Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαυροντυμένος , η, ο μαυ-ρο-ντυ-μέ-νος επίθ.: που φορά μαύρα ρούχα: ~ος: άνδρας.|| (ως ένδειξη πένθους) ~η: γυναίκα (= μαυροφορούσα). ΣΥΝ. μαυροφορεμένος. ΑΝΤ. ασπροντυμένος, λευκοντυμένος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  info@academyofathens.gr

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.