Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μαυσωλείο [μαυσωλεῖο] μαυ-σω-λεί-ο ουσ. (ουδ.) (κ. με κεφαλ. Μ): μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο: το ~ της Αλικαρνασσού/του Ταζ Μαχάλ. Βλ. κενοτάφιο, τουρμπές, τύμβος. [< μτγν. Μαυσωλεῖον, γαλλ. mausolée, αγγλ. mausoleum]

κενοτάφιο

κενοτάφιο κε-νο-τά-φι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ταφικό μνημείο προς τιμήν ενός ή περισσότερων ανθρώπων, συνήθ. πεσόντων σε πόλεμο, η σορός των οποίων δεν έχει βρεθεί ή έχει ταφεί αλλού: ~ με ανδριάντα/επιτύμβια στήλη. Κατάθεση στεφάνου/τέλεση τρισάγιου στο ~ των ηρώων. Βλ. Άγνωστος Στρατιώτης, μαυσωλείο, τύμβος. [< αρχ. κενοτάφιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.