Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • μαϊμού [μαϊμοῦ] μα-ϊ-μού ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμος πίθηκος. Βλ. -ού4. 2. (μτφ.-προφ.) {σε παραθετικά σύνθ.} απομίμηση επώνυμου προϊόντος· πλαστός, εικονικός, ψεύτικος: ανταλλακτικά/ρούχα/σιντί (= πειρατικά)/φάρμακα-~. Πβ. ιμιτασιόν. ΑΝΤ. αυθεντικός, γνήσιος, ορίτζιναλ.|| Αποδείξεις/εισιτήρια-~.|| Επενδύσεις/εταιρεία-~.|| Δημοσίευμα/δημοσκόπηση-~. Αστυνομικός/γιατρός-~. 3. (μτφ.) πονηρός, επιτήδειος: (οικ.) Είσαι εσύ μια ~! ● Υποκ.: μαϊμουδάκι (το): μόνο στη σημ. 1., μαϊμουδίτσα (η): στις σημ. 1, 3. ● ΦΡ.: ψειρίζω τη μαϊμού (προφ.): είμαι υπερβολικά σχολαστικός, ασχολούμαι με ανούσιες λεπτομέρειες. [< μεσν. μαϊμού < τουρκ. maymun]
  • μαϊμουδίζω μα-ϊ-μου-δί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {μαϊμούδι-σε, -σει}: πιθηκίζω. [< γαλλ. singer]
  • μαϊμούδισμα μα-ϊ-μού-δι-σμα ουσ. (ουδ.): πιθηκισμός. [< γαλλ. singerie]
  • μαϊμουδίστικος , η, ο μα-ϊ-μου-δί-στι-κος επίθ. (μειωτ.): επιδεικτικός, ψεύτικος: ~η: συμπεριφορά. Βλ. -ίστικος.

-ίστικος

-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.

-ού4

-ού4 {-ούδες}: κατάληξη ανισοσύλλαβων ουσιαστικών θηλυκού γένους: μπουρ~/φουφ~.|| Αλεπ~/μαϊμ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.