Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μείζων , ων, ον μεί-ζων επίθ. {συγκρ. του επίθ. μέγας· μείζ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα), -όνων} & θηλ. μείζονα (λόγ.) ΑΝΤ. ελάσσων 1. μεγάλος ή μεγαλύτερος ως προς την έκταση, το μέγεθος: περιήγηση στη ~ονα (= ευρύτερη) περιοχή της συμπρωτεύουσας.|| (ΠΟΛΙΤ.) Η ~ων/~ονα αντιπολίτευση (: η ισχυρότερη παράταξή της).|| (ΑΝΑΤ.) ~ γλουτιαίος (μυς). 2. (μτφ.) πάρα πολύ σημαντικός, σοβαρός: ~ων: κίνδυνος/παράγοντας/στόχος (πβ. κύριος, πρωταρχικός, πρωτεύων). ~ων: απειλή/απόφαση/μεταρρύθμιση. ~ονες: αλλαγές. ~ονα: ζητήματα/θέματα (πβ. καυτά, κρίσιμα, φλέγοντα). Προβλήματα ~ονος σημασίας.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ κατάθλιψη (: βαριάς μορφής).|| (για πρόσ.) Οι ~ονες (= σπουδαιότεροι) εκπρόσωποι της γενιάς του '30. ΑΝΤ. ασήμαντος, δευτερεύων (1) 3. ΜΟΥΣ. χαρακτηρισμός ανιούσας διαδοχής φθόγγων, κατά την οποία σχηματίζονται στη σειρά δύο φορές τόνοι, μία φορά ημιτόνιο, τρεις φορές τόνοι και μία φορά ημιτόνιο: σονάτα σε λα ~ονα (ενν. κλίμακα). Βλ. ματζόρε. ● ΣΥΜΠΛ.: μείζονες εκλογικές περιφέρειες: ΠΟΛΙΤ. στις οποίες χωρίζεται η ελληνική επικράτεια (δεκατρείς συνολικά) και στις οποίες συγκεντρώνονται οι αδιάθετες, από την πρώτη κατανομή, έδρες., μείζων πρόταση 1. ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) η πρώτη από τις δύο προκείμενες ενός απλού συλλογισμού. Βλ. ελάσσων πρόταση. 2. ΝΟΜ. εφαρμοστέος κανόνας δικαίου. ● ΦΡ.: κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος [< 1,2: αρχ. μείζων 3: ιταλ. maggiore]

ελάσσων

ελάσσων, ων, ον [ἐλάσσων] ε-λάσ-σων επίθ. {ουδ. έλασσ-ον, αρσ. ελάσσ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα)} (λόγ.) ΑΝΤ. μείζων 1. μικρότερος (ως προς τον αριθμό, το μέγεθος): ~ων: μειοψηφία/ολομέλεια. ~ον: ποσό. ~ονες: πλανήτες. ~ονες: περιφέρειες. Χρόνος ~ των δύο ετών. Η λογική της ~ονος (= ελάχιστης) προσπάθειας (πβ. ήττων). Τα κόμματα της ~ονος αντιπολίτευσης (βλ. αξιωματική). (ως επίρρ.) Επί ~ον δαπάνες.|| (ΑΝΑΤ.) ~ων: ζυγωματικός/(θωρακικός) μυς. ~ων: πύελος. ~ον: τόξο (του στομάχου). 2. δευτερεύων, υποδεέστερος, κατώτερος: ~ων: στόχος. ~ον: θέμα/πρόβλημα. ~ονες: ποιητές. ~ονες: θεότητες/τέχνες. ~ονα: έργα. Ζήτημα ~ονος σημασίας. Διαδραματίζει ~ονα ρόλο στην υπόθεση. Τελευταίο, αλλά όχι ~ον προτέρημα του βιβλίου ... (ως ουσ.) Ανήγαγε το ~ον σε μείζον. ΑΝΤ. ανώτερος, σημαντικός.|| (ΙΑΤΡ. ελαφρύς, ήπιος, όχι σοβαρός) ~ων: (εγκεφαλική) βλάβη/(χειρουργική) επέμβαση. ~ονα: ηρεμιστικά. 3. ΜΟΥΣ. χαρακτηρισμός για τη διάκριση των διαστημάτων: ~ων: τόνος/τρόπος (βλ. τονικότητα). ~ων: συγχορδία.|| Σονάτα σε ρε ~ονα (: ενν. κλίμακα). Πβ. μινόρε. ΑΝΤ. ματζόρε ● ΣΥΜΠΛ.: ελάσσων πρόταση: ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) η δεύτερη από τις δύο προκείμενες ενός απλού συλλογισμού. Βλ. μείζων πρόταση. [< 1,2: αρχ. ἐλάσσων 3: γαλλ. mineur, ιταλ. minore]

κύριος

κύριος κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {κυρί-ου | -ων, -ους} 1. ως ευγενική αναφορά ή προσφώνηση άντρα: (για κάποιον του οποίου αγνοούμε το όνομα) Ένας γοητευτικός/ευγενέστατος/ηλικιωμένος/νεαρός ~. Σας ζητάει ένας ~. Ο ~ της φωτογραφίας της φάνηκε γνωστός. Ρωτήστε τον ~ο δίπλα. Ο εν λόγω ~ θέλησε να μείνει ανώνυμος. (στο τηλέφωνο) Με ποιον ~ο μιλάω;|| Αγαπητέ/φίλτατε ~ε ... Αξιότιμοι ~οι ... Κυρίες και ~οι ...|| (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Για δες τι θέλει ο ~. Τι θα πάρουν οι ~οι;|| (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Ο ~ Αντρέας. (ως συντομ. κ.) Ο κ. Πετρόπουλος. (ως συντομ. κ.κ.) Οι κ.κ. Βασιλείου και Ρένεσης. Ο ~ καθηγητής/πρόεδρος ... Μάλιστα, ~ε δικαστά. 2. (λόγ.) εξουσιαστής, κυρίαρχος: ~ του κόσμου (= ο Θεός). Έγινε ο ~ του νησιού/της πόλης (πβ. αφέντης). Κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας/τύχης του. Παρέμειναν ~οι της κατάστασης/του παιχνιδιού μέχρι τέλους. Πβ. άρχοντας, βασιλιάς. 3. ΝΟΜ. κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο ~ του ακινήτου/της επιχείρησης/των μετοχών. Βλ. συγ~. 4. άνδρας με αξιοπρέπεια, ήθος και σοβαρότητα: Είναι ~ με τα/σε όλα του. Ήταν ένας πραγματικός ~ του ελληνικού θεάτρου. Πβ. ιππότης, τζέντλεμαν. 5. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλου ή καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, κυρ. από μαθητές: Με σήκωσε ο ~ στον πίνακα. ~ε, να ρωτήσω κάτι; 6. σύζυγος, οικοδεσπότης ή αφεντικό: (κυρ. παλαιότ.) Ο ~ της κυρίας. Πβ. άνδρας.|| Πότε επιστρέφει ο ~ του σπιτιού;|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Ο ~ απουσιάζει. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνία κυρίων: που δεν βασίζεται σε επίσημο έγγραφο, αλλά στον λόγο των συμβαλλόμενων: Υπάρχει ~ ~ ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι ... [< αγγλ. gentlemen's/ gentleman's agreement, γαλλ. ~ ~, 1930] , ψιλός κύριος βλ. ψιλός ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου: ανεξάρτητος/η ή ικανός/ή να διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. ● βλ. κυρία [< 1,5,6: μτγν. κύριος, γαλλ. monsieur, ιταλ. signore 2,3: αρχ. κύριος 4: αγγλ. gentleman]

ματζόρε

ματζόρε μα-τζό-ρε επίθ./ουσ. {άκλ.}: ΜΟΥΣ. μείζων τόνος: κλίμακα/συγχορδία ~. Ντο/ρε ~. ΑΝΤ. μινόρε [< ιταλ. maggiore]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.