μεγαθήριο με-γα-θή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) κτίριο ή γενικότ. κατασκεύασμα υπερβολικά μεγάλων διαστάσεων: αθλητικό/εμπορικό (πβ. εμπορικό κέντρο, πολυκατάστημα)/τσιμεντένιο ~. Οικοδομικά ~α. (ως παραθετικό σύνθ.) Ξενοδοχεία/πόλεις ~α. Κτιριακό ~ συνολικής επιφάνειας ... χιλιάδων τ.μ. ΣΥΝ. μαμούθ (2) 2. (μτφ.) πανίσχυρη συνήθ. εταιρεία ή ομάδα: βιομηχανικά/επιχειρηματικά/τηλεοπτικά/τραπεζικά ~α. ~ της αγοράς/επιστήμης/υποκριτικής. ~α του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. ΣΥΝ. γίγαντας (2), κολοσσός (1) 3. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. μεγαλόσωμο θηλαστικό που έζησε στη Ν. Αμερική κατά την τριτογενή και την τεταρτογενή περίοδο. Βλ. μαμούθ. [< 3: γαλλ. mégathérium, αγγλ. megatherium]
μαμούθ
μαμούθ μα-μούθ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. εξαφανισμένο προϊστορικό θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Elephas primigenius), συγγενές του ελέφαντα, δασύτριχο, με πολύ μεγάλους κυρτούς χαυλιόδοντες, που έζησε κατά το Πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές του Β. Ημισφαιρίου. Βλ. μαστόδοντα.2. (ως επίθ., μτφ.) χαρακτηρισμός για οτιδήποτε είναι υπερβολικά μεγάλο: (ως παραθετικό σύνθ.) διαδήλωση/κτίριο/ξενοδοχείο-~. Αποζημίωση/επενδυτικό πρόγραμμα/πρόστιμο/χρέη-~. Πβ. μεγαθήριο, κολοσσός. [< γαλλ. mammouth]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.