Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεγαοισοφάγος με-γα-οι-σο-φά-γος ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. δευτεροπαθής ή ιδιοπαθής διαστολή του οισοφάγου. Βλ. αχαλασία, δυσφαγία. [< αγγλ. megaesophagus]

αχαλασία

αχαλασία [ἀχαλασία] α-χα-λα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αδυναμία χαλάρωσης των λείων μυϊκών ινών σε οποιοδήποτε σημείο σύνδεσης ενός τμήματος του γαστρεντερικού συστήματος με κάποιο άλλο, με αποτέλεσμα τη στένωση των μυών: πρωτοπαθής/δευτεροπαθής ~. ~ της ουροδόχου κύστεως. Δυσκολία στην κατάποση λόγω ~ας του οισοφάγου. [< γαλλ. achalasie, αγγλ. achalasia, 1914]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.