Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεγιστοποιώ [μεγιστοποιῶ] με-γι-στο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {μεγιστοποι-είς ... | μεγιστοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} (λόγ.): αυξάνω στο έπακρο: Μέτρα που θα ~ήσουν την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Το πρόβλημα ~ήθηκε (= διογκώθηκε, κορυφώθηκε). Τα κέρδη της εταιρείας ~ήθηκαν. ΑΝΤ. ελαχιστοποιώ [< αγγλ. maximize, γαλλ. maximiser, περ. 1950]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.