Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεθοδεύω με-θο-δεύ-ω ρ. (μτβ.) {μεθόδευ-σα, μεθοδεύ-σω, -τηκε (σπάν.-λόγ.) -θηκε, -τεί (λόγ.) -θεί, -μένος, -οντας, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): σχεδιάζω προσεκτικά και συστηματικά κάτι και το θέτω σε εφαρμογή, με τρόπο συνήθ. ευνοϊκό για συγκεκριμένα συμφέροντα: ~μενες: ενέργεις/κινήσεις. Νέες απολύσεις ~ει η εργοδοσία (πβ. μαγειρεύω). Η δολοφονία του ~τηκε κατάλληλα. ~μένη προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας (βλ. υποβολιμαίος). Πβ. οργανώνω, προγραμματίζω, προετοιμάζω. [< μτγν. μεθοδεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.