Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μειονότητα μει-ο-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {μειονοτήτ-ων}: μη κυρίαρχη, αλλά επαρκής πληθυσμιακά ομάδα που διαφέρει ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο (κράτος) στο οποίο εντάσσεται: γλωσσική/εθνική/εθνοτική/θρησκευτική/πολιτιστική/φυλετική ~. Η Μουσουλμανική ~ της Θράκης (βλ. πομάκοι). Αναγνώριση/δικαιώματα/προστασία (των) ~ων. Πβ. εθνότητα. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. minorité]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.