Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μελαγχολικός , ή, ό με-λαγ-χο-λι-κός επίθ.: που τον διακατέχει, φανερώνει ή προκαλεί μελαγχολία: (για πρόσ.) ~ός: ποιητής. Είναι ~ή φύση/~ός χαρακτήρας (ΑΝΤ. εύθυμος, χαρούμενος). Πβ. άκεφος, απαισιόδοξος, βαρύ-, δύσ-θυμος, κατηφής, σκυθρωπός.|| ~ός: τόνος (ενός πίνακα ζωγραφικής). ~ή: διάθεση/σιωπή. ~ό: τραγούδι (πβ. λυπηρό)/ύφος/χαμόγελο (πβ. θλιμμένο, λυπημένο).|| ~ός: καιρός (πβ. μουντός, συννεφιασμένος). ~ή: ατμόσφαιρα (πβ. καταθλιπτική)/μελωδία. ~ό: συμπέρασμα (πβ. απαισιόδοξο, θλιβερό). ● επίρρ.: μελαγχολικά [< αρχ. μελαγχολικός, γαλλ. mélancolique, αγγλ. melancholic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.