Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μελαγχολώ [μελαγχολῶ] με-λαγ-χο-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {μελαγχολ-είς ... | μελαγχόλ-ησα, -ήσω, -ώντας}: διακατέχομαι από ή προκαλώ μελαγχολία: Γιατί ~ησες; Πβ. θλίβομαι. Βλ. ευθυμώ.|| Η είδηση του θανάτου της μάς ~ησε (: λύπησε, στενοχώρησε) όλους. Η βροχή με ~εί. ΑΝΤ. χαροποιώ. [< αρχ. μελαγχολῶ]

ευθυμώ

ευθυμώ[εὐθυμῶ] ευ-θυ-μώ ρ. (αμτβ.) {ευθυμ-είς ... | ευθύμ-ησα, -ήσει} (λόγ.): βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ευθυμίας: Σκέψη που με κάνει να ~. Πβ. αστεΐζομαι, γελώ, διασκεδάζω.|| Πίνουν για να ~ήσουν (: κάνουν κέφι).|| (συνήθ. ειρων.) ~ήσαμε πάλι (: για άνοστο, κακόγουστο αστείο)! [< αρχ. εὐθυμῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.