Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μελαχρινός , ή, ό με-λα-χρι-νός επίθ.: που έχει σκούρα καφέ ή μαύρα μαλλιά και συνήθ. σκούρα επιδερμίδα· σκουρόχρωμος: ~ός: άντρας. (ως ουσ.) Οι ~ές. ● Υποκ.: μελαχρινούλα (η). Βλ. καστανός, ξανθός.|| ~ό: δέρμα/πρόσωπο (ΑΝΤ. ανοιχτόχρωμο, άσπρο, λευκό). ΣΥΝ. μελαμψός & μελαψός [< μεσν. μελαχρινός – παλαιότ. ορθογρ. μελαχροινός]

καστανός

καστανός, ή, ό κα-στα-νός επίθ.: που έχει το χρώμα του κάστανου· (για πρόσ.) καστανομάλλης: ~ή: ζάχαρη. ~ά: μάτια (= καστανόχρωμα). Πβ. καφετής.|| Έγινε ~ή (: έβαψε τα μαλλιά της ~ά). (ως ουσ.) Οι ~οί. Βλ. μελαχρινός, ξανθός. ● Ουσ.: καστανό (το): το αντίστοιχο χρώμα: αποχρώσεις του ~ού (: ανοιχτό, σκούρο). [< μεσν. καστανός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.