Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μερίδα με-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ποσότητα φαγητού για ένα άτομο: ατομική/διπλή/κανονική/μικρή (πβ. μικρο~)/οικονομική/χορταστική ~. Μία ~ γεμιστά. Τιμή ~ας ... ευρώ. Θερμίδες ανά ~. Συνταγή/υλικά για τέσσερις ~ες. Ζήτησε/πήρε και δεύτερη ~. Καταναλώνετε τουλάχιστον μία ~ φρούτων ημερησίως. (για εστιατόριο, ταβέρνα) Ζεστό περιβάλλον, με προσεγμένα πιάτα και μεγάλες/πλούσιες ~ες. 2. μέρος, τμήμα συνόλου: με αφορμή δημοσιεύματα ~ας του Τύπου ... Μεγάλη/σημαντική ~ (= ποσοστό) εργαζομένων/φοιτητών αντιδρούν στα νέα μέτρα.|| (ΝΟΜ.) Κληρονομική ~ (πβ. κληρο-δότημα, -δοσία). Εξ αδιαθέτου ~ (βλ. νόμιμη μοίρα). ΣΥΝ. μερίδιο 3. ΟΙΚΟΝ. ποσοστό κατοχής, κυρ. σε επιχείρηση, συνεταιρισμό: εταιρική/συνεταιριστική ~. ~ συμμετοχής. Βλ. μετοχή. 4. ΛΟΓΙΣΤ. λογαριασμός: λογιστική ~. Κοινή επενδυτική ~. Τηρείται χωριστή ~ για ... 5. παράταξη, ομάδα: πολιτική ~. Αντιμαχόμενες ~ες. Πβ. κλίκα, φατρία. 6. (επίσ.) αρχείο σε ληξιαρχείο, στρατολογικό γραφείο: στρατολογική ~. ● Υποκ.: μεριδούλα (η): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: μεριδάρα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: μερίδα εστιατορίου: (συνήθ. σε δίαιτες) η ελάχιστη ποσότητα από κάθε φαγητό που είναι υποχρεωμένο να σερβίρει ένα εστιατόριο., μισή μερίδα (μτφ.-μειωτ.): για κάποιον μικροκαμωμένο: Για δες, ~ ~ άνθρωπος και μας κοροϊδεύει κι από πάνω! Άκου τον! ~ ~ άνθρωπος και βγάζει γλώσσα! , οικογενειακή μερίδα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. η οικογενειακή κατάσταση του κάθε δημότη, όπως έχει καταγραφεί στο δημοτολόγιο: άνοιγμα ~ής ~ας/μεταφορά σε νέα ~ ~ λόγω γάμου. ● ΦΡ.: η μερίδα του λέοντος βλ. λέων [< 1,2,5: αρχ. μερίς 3,4,6: γαλλ.-αγγλ. portion]

λέων

λέων λέ-ων ουσ. (αρσ.) {λέοντος, λέοντα | λέοντες, λεόντων} & λέοντας (λόγ.) 1. λιοντάρι: κεφαλή λέοντος (= λεοντοκεφαλή). Βλ. λέαινα. 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Λ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου· το πέμπτο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (23 Ιουλίου-22 Αυγούστου) μεταξύ Καρκίνου και Παρθένου· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει γεννηθεί αυτήν την περίοδο. Βλ. τα ζώδια της φωτιάς. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιο λιοντάρι βλ. λιοντάρι ● ΦΡ.: ένας, αλλά λέων!: πρόσωπο ικανό να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, αν και μόνο του., η μερίδα του λέοντος (μτφ.): το μεγαλύτερο μερίδιο, ποσοστό: Απέσπασε/πήρε τη ~ ~ από τα κέρδη. Εκπομπές που κατέχουν τη ~ ~ στις διαφημίσεις/στην τηλεθέαση., εξ όνυχος τον λέοντα βλ. όνυχας1, ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια βλ. λάκκος [< αρχ. λέων, γαλλ.-αγγλ. lion]

μετοχή

μετοχή με-το-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτικός τίτλος μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας που παρέχει στον κάτοχό της δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της επιχείρησης και στη διοίκησή της: ανοδική/καθοδική ~ (: της οποίας η αξία έχει ανοδική ή καθοδική τάση αντίστοιχα). Αναβάθμιση/ανάκαμψη/(λογιστική/ονομαστική/πραγματική/χρηματιστηριακή) αξία/δείκτης/διαπραγμάτευση/(ημερήσιο) κλείσιμο/κυριότητα/μεταβίβαση/πορεία/σύμβολο/τιμή/τύπος ~ής. ~ές επικαρπίας. Εκποίηση/ενίσχυση/πακέτο/στοιχεία ~ών. Άνοδο/(αρνητική/θετική) απόδοση/αύξηση/μείωση/πτώση παρουσίασε/σημείωσε η ~ ... Στα ύψη (έφτασε) η ~ ... Προσωρινή αναστολή των ~ών μιας εταιρείας. Μέρισμα ... ευρώ ανά ~. Μετατροπή ομολογιών σε ~ές. Αγοράζω/πουλώ ~ές. Εισαγωγές νέων ~ών στο χρηματιστήριο.|| ~ές αργύρου/χρυσού. Πβ. χαρτί, χρηματιστηριακός τίτλος. Βλ. αξιόγραφο. 2. ΓΡΑΜΜ. μέρος του λόγου που έχει συγχρόνως ιδιότητες ονόματος και ρήματος: ενεργητική/παθητική ~. Αναφορική/τροπική/υποθετική/χρονική ~. ~ ενεστώτα/μεσοπαθητικού παρακειμένου. Κλίση/συντακτικός ρόλος/σχηματισμός ~ής. Βλ. γερούνδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη μετοχή: ΟΙΚΟΝ. της οποίας κύριος θεωρείται ο εκάστοτε κομιστής., διασπορά μετοχών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία τα μετοχικά κεφάλαια μιας ανώνυμης εταιρείας είναι διαμοιρασμένα σε πολλούς μετόχους., κοινή μετοχή: ΟΙΚΟΝ. απλή μετοχή που περιλαμβάνει όλα τα βασικά δικαιώματα ενός μετόχου, αλλά δεν παραχωρεί κανένα προνόμιο, σε αντιδιαστολή προς την προνομιούχο μετοχή., ονομαστική μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που φέρει το όνομα του κατόχου της και για τη μετάβασή της απαιτείται ειδική διαδικασία., προνομιούχος μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που προσφέρει ορισμένο πλεονέκτημα στους κατόχους της έναντι των κοινών μετοχών, όσον αφορά τη λήψη μερίσματος και του προϊόντος της εκκαθάρισης, σε περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης., αιτιολογική μετοχή βλ. αιτιολογικός, αμυντικές μετοχές βλ. αμυντικός, απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο βλ. απόλυτος ● ΦΡ.: ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου: (μτφ.) ενισχύεται/μειώνεται η αξία, το κύρος του: Από τότε που κέρδισε στον διαγωνισμό, ανέβηκαν οι μετοχές της., μετά/άνευ ψήφου μετοχές & μετοχές με/χωρίς δικαίωμα ψήφου: ΟΙΚΟΝ. που επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν, αντίστοιχα, στους κατόχους να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μετόχων. [< αρχ. μετοχή 'συμμετοχή' 1: αγγλ. share 2: μτγν. μετοχή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.