Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεσοσταθμικός , ή, ό με-σο-σταθ-μι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που υπολογίζεται ή προκύπτει από τον μέσο όρο: ~ός: αριθµός µετοχών/συντελεστής (καθαρού κέρδους). ~ή: αύξηση/μείωση/τιμή. ~ό: επιτόκιο. ● επίρρ.: μεσοσταθμικά [< πβ. αγγλ. weighted average]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.