μεσο- & μεσό- & μεσ- α' συνθετικό λέξεων 1. με αναφορά στο μέσον ενός χρονικού ή τοπικού διαστήματος: μεσο-νύκτιο.|| Mεσο-καλόκαιρο (βλ. κατα-).|| Μεσο-ελλαδικός/~κυκλαδικός (βλ. πρωτο-, υστερο-). Μεσο-ζωικός.|| Μεσο-στρατίς (πβ. μισο-).|| Μεσ-ευρωπαϊκός (πβ. κεντρο-). Μεσο-δόντιος. Μεσο-κάρπιο. Μεσο-κυττάριος/~σπονδύλιος.2. με τη σημασία του εσωτερικού: μεσό-πορτα (πβ. εσώ-θυρα).
πρωτο- & πρωτό- & πρωτ-/πρωθ-
πρωτο- & πρωτό- & πρωτ-/πρωθ- α' συνθετικό λέξεων για δήλωση 1. γεγονότος που συμβαίνει για πρώτη φορά: (κυρ. για ρ. σε παρελθοντικό χρόνο) πρωτο-δημοσιεύτηκε/~είδα. Τον είχα ~συναντήσει.|| Πρωτο-διόριστος (πβ. νεο-).2. προτεραιότητας σε σειρά, ιεραρχία, σημασία: πρωτό-γραμμα.|| Πρωτο-βάθμιος.|| Πρωθ-υπουργικός.|| (μτφ.) Πρωτ-εργάτης.3. της πρώτης περιόδου, της πρώιμης φάσης ενός πολιτισμού: Πρωτο-κυκλαδικός/~μινωικός (βλ. μεσο-, προ-)/~βυζαντινός (βλ. μετα-).4. ΒΙΟΛ. ατελούς οργανισμού: πρωτό-ζωα.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.