Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μετάγγιση με-τάγ-γι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. & (επίσ.) μετάγγιση αίματος: ενδοφλέβια χορήγηση αίματος ή συστατικών του σε ένα άτομο για θεραπευτικούς σκοπούς: αυτόλογη ~ (= αυτο~). Του έγινε ~. Η μόλυνση προήλθε από ~. Βλ. αιμοδοσία. 2. (μτφ.) μετάδοση: ~ ιδεών. ΣΥΝ. μετακένωση, μεταλαμπάδευση (1), μεταφύτευση (2) 3. (λόγ.) μεταφορά υγρού από ένα δοχείο σε άλλο: αντλία ~ης (π.χ. κρασιού, για την απομάκρυνση των στερών υπολειμμάτων/πετρελαίου). [< γαλλ. transfusion]

αιμοδοσία

αιμοδοσία [αἱμοδοσία] αι-μο-δο-σί-α ουσ. (θηλ.): δωρεά αίματος από υγιή δότη για μετάγγιση: εθελοντική/ομαδική/τακτική ~. Κέντρο/μονάδα ~ας. Έκκληση για ~. Βλ. -δοσία. [< γαλλ. don du sang]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.