Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεταβαίνω με-τα-βαί-νω ρ. (αμτβ.) {μετέβ-ηκα (λόγ. μετέβ-η, -ησαν), μεταβ-ώ, μεταβαίν-οντας} (+σε) (επίσ.) 1. πηγαίνω: Αποφάσισε να ~εί στο εξωτερικό για σπουδές. Ο υπουργός ~η αμέσως στον τόπο του δυστυχήματος. ΑΝΤ. επιστρέφω (1) 2. (μτφ.) μεταβιβάζομαι, μεταφέρομαι: (στο διαδίκτυο) Με κλικ στον τίτλο ο χρήστης ~ει στο πλήρες κείμενο του άρθρου.|| (ΓΡΑΜΜ.) Η ενέργεια (του ρήματος) ~ει σε δύο αντικείμενα (βλ. δίπτωτος). [< αρχ. μεταβαίνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.