μεταβατικός , ή, ό με-τα-βα-τι-κός επίθ.: που δεν είναι μόνιμος, οριστικός, που οδηγεί από μια κατάσταση σε άλλη: ~ός: πρόεδρος. ~ή: διάταξη/έδρα (π.χ. εφετείου)/λύση/ρύθμιση. ~ό: στάδιο/σύστημα/φαινόμενο (πβ. παροδικό). ~ά: μέτρα (= προσωρινά). Η αγορά βρίσκεται σε ~ή εποχή/περίοδο/φάση. Πβ. εφήμερος, πρόσκαιρος.|| (ΜΑΘ.) ~ή: ιδιότητα (π.χ., αν α=β και β=γ, τότε α=γ)/σχέση (βλ. σχέση ισοδυναμίας).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: λογαριασμός (: με τον οποίο μετατίθενται υποχρεώσεις ή απαιτήσεις μιας εταιρείας σε επόμενες χρήσεις). ~ή: τράπεζα. ● επίρρ.: μεταβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μεταβατική κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. προσωρινή κυβέρνηση που συγκροτείται με σκοπό τη διενέργεια εκλογών., μεταβατικό αντικείμενο: ΨΥΧΑΝ. αντικείμενο, συνήθ. παιχνίδι, στο οποίο προσκολλάται ένα παιδί, για να αντέξει το άγχος που του δημιουργείται, όταν απουσιάζει η μητέρα του. [< αγγλ. transitional object] , μεταβατικό ρήμα: ΓΡΑΜΜ. του οποίου η ενέργεια μεταβαίνει σε αντικείμενο: π.χ. βλέπω, γράφω. Πβ. δί-, μονό-πτωτος. ΑΝΤ. αμετάβατο ρήμα [< μτγν. μεταβατικός, γαλλ. transitoire]
σχέση
σχέση σχέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. αμοιβαία επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, ομάδων: αδελφική/επαγγελματική/εταιρική/παιδαγωγική/προβληματική/σοβαρή/στενή/συγγενική/συμβατική ~.|| (ειδικότ., ερωτικός δεσμός:) Ανοιχτή/ελεύθερη/εξωσυζυγική/κρυφή/ολοκληρωμένη/παράλληλη/παράνομη/περιστασιακή/ρομαντική/συντροφική/υγιής ~. Γενετήσιες/σαρκικές/σεξουαλικές ~εις. Δεν ξεπέρασε την προηγούμενή του ~. ~ με/χωρίς μέλλον/προοπτικές. ~ εξ αποστάσεως. Κάνω/συνάπτω ~ με κάποιον. Έχουμε ~ εδώ και καιρό. Μια παλιά μου ~ (πβ. γνωριμία).|| Διακρατικές/διπλωματικές/εμπορικές/εξωτερικές/κοινωνικές/νομικές/οικογενειακές/πελατειακές/πολιτικές/πολιτιστικές/τεταμένες/τυπικές/φιλικές ~εις. ~ ανταγωνισμού/εμπιστοσύνης/πάθους/στοργής. ~ ζωής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). ~ αγάπης και μίσους. Διαφωνίες/προβλήματα/σύννεφα στη ~. ~ (μεταξύ) γονέων και παιδιών/δασκάλου και μαθητή/Εκκλησίας και κράτους/σχολείου και κοινωνίας.|| Διατηρώ ~εις με κάποιον. Έχω καλές ~εις με τους συνεργάτες μου. Πβ. παρτίδες.2. ύπαρξη κοινών σημείων ή ο τρόπος σύνδεσης εννοιών, καταστάσεων, αντικειμένων· γενικότ. η θεώρησή τους ως προς ορισμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο: διαλεκτική/έμμεση/λογική ~. ~ αιτίας και αποτελέσματος (= αιτιώδης ~)/αλληλεπίδρασης/αντίθεσης/εναντίωσης/εξουσίας/προσφοράς και ζήτησης/συνωνυμίας/υπαλληλίας/υποτέλειας. Πβ. συνάρτηση, συσχέτιση.|| (Κάτι) δεν έχει ~ με το θέμα (πβ. άσχετος). Δεν έχω καμία ~ (= ανάμειξη) με το γεγονός.|| (ΜΑΘ.) Διμελής ~ (: που συνδέει τα στοιχεία δύο συνόλων σε ζεύγη).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Κιβώτιο πέντε ~εων/ταχυτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιες σχέσεις: σύνολο ενεργειών με στόχο τη δημιουργία θετικής εικόνας για πρόσωπο, προϊόν ή επιχείρηση: οι ~ ~ του δημάρχου/του δημοσιογράφου/του καλλιτέχνη/της κυβέρνησης/του ποδοσφαιριστή/του συλλόγου/του υπουργείου. Κάνει ~ ~. Εργάζεται στις ~ ~. Σπουδές στις ~ ~. Τομέας/υπεύθυνος ~ίων ~εων. [< αγγλ. public relations,γαλλ. public-relations, 1951, relations publiques, 1957] , ανθρώπινες σχέσεις βλ. ανθρώπινος, διαπροσωπικές σχέσεις βλ. διαπροσωπικός, διεθνείς σχέσεις βλ. διεθνής, εργασιακές σχέσεις βλ. εργασιακός, πελατειακές σχέσεις βλ. πελατειακός, προγαμιαίες σχέσεις βλ. προγαμιαίος, σχέση ισοδυναμίας βλ. ισοδυναμία ● ΦΡ.: καμία σχέση (προφ.): για να δηλωθεί ότι η υπόθεση ή η εκτίμηση που κάνει κάποιος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: -Πώς ήταν η ταινία; Καλή; -~ ~! -Συζητάτε το συγκεκριμένο θέμα; -~ ~!, σχέση ένα προς πολλά: ΠΛΗΡΟΦ. σχέση οντοτήτων σχεσιακής βάσης δεδομένων κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με πολλές εγγραφές ενός άλλου. Βλ. (σχέση) ένα προς ένα. [< αγγλ. one-to-many relationship] , σχετικά με/σε σχέση με & (λόγ.) εν σχέσει με: συγκριτικά, αναλογικά, αναφορικά με: Η τελευταία εργασία σου υπερτερεί/υστερεί ~ ~ τις προηγούμενες. ΣΥΝ. έναντι (1) [< 1: γαλλ. relation(s), αγγλ. relationship 2: αρχ. σχέσις]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.