Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεταβιβάζω με-τα-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {μεταβίβα-σα, μεταβιβά-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, μεταβιβάζ-οντας, -όμενος, μεταβιβα-σμένος} 1. (λόγ.) μεταφέρω, μεταδίδω κάτι από ένα μέρος, σημείο σε άλλο: Οι ζωντανοί οργανισμοί ~ουν τα βιολογικά τους γνωρίσματα στους απογόνους τους. Μην ξεχάσεις να ~σεις (= διαβιβάσεις) τις ευχές/τους χαιρετισμούς μου στους δικούς σου. ~σε (= πάσαρε) την μπάλα στον συμπαίκτη του με θεαματική κεφαλιά. 2. ΝΟΜ. παραχωρώ σε κάποιον συνήθ. δικαίωμα ή περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με τις απαιτούμενες διαδικασίες: Το σωματείο, πριν διαλυθεί, ~σε την περιουσία του στον δήμο. Το 50% των μετοχών της εταιρείας ~στηκε. ~όμενη: άδεια (λειτουργίας καταστήματος). ~όμενο: ακίνητο. ~όμενες: αρμοδιότητες. ΣΥΝ. εκχωρώ (1) [< 1: αρχ. μεταβιβάζω 2: γαλλ. transférer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.