μεταβιβάζω με-τα-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {μεταβίβα-σα, μεταβιβά-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, μεταβιβάζ-οντας, -όμενος, μεταβιβα-σμένος} 1. (λόγ.) μεταφέρω, μεταδίδω κάτι από ένα μέρος, σημείο σε άλλο: Οι ζωντανοί οργανισμοί ~ουν τα βιολογικά τους γνωρίσματα στους απογόνους τους. Μην ξεχάσεις να ~σεις (= διαβιβάσεις) τις ευχές/τους χαιρετισμούς μου στους δικούς σου. ~σε (= πάσαρε) την μπάλα στον συμπαίκτη του με θεαματική κεφαλιά.2. ΝΟΜ. παραχωρώ σε κάποιον συνήθ. δικαίωμα ή περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με τις απαιτούμενες διαδικασίες: Το σωματείο, πριν διαλυθεί, ~σε την περιουσία του στον δήμο. Το 50% των μετοχών της εταιρείας ~στηκε. ~όμενη: άδεια (λειτουργίας καταστήματος). ~όμενο: ακίνητο. ~όμενες: αρμοδιότητες. ΣΥΝ. εκχωρώ (1) [< 1: αρχ. μεταβιβάζω 2: γαλλ. transférer]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.