Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεταβλητή με-τα-βλη-τή ουσ. (θηλ.) {μεταβλητών} 1. ΜΑΘ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. σύμβολο ή όρος που μπορεί να πάρει διάφορες τιμές από ένα προκαθορισμένο βασικό σύνολο: δεσμευμένη/διακριτή/ελεύθερη/σταθερή/συνεχής/τυχαία ~. Οι ~ές μια εξίσωσης. Βλ. σταθερά. 2. ΠΛΗΡΟΦ. κάθε σύμβολο, χαρακτήρας ή ακολουθία χαρακτήρων που αναφέρεται σε τιμή αποθηκευμένη στον υπολογιστή: δήλωση/εμβέλεια/όνομα/τύπος μιας ~ής. Βλ. μνήμη. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη μεταβλητή βλ. ανεξάρτητος, εξαρτημένη μεταβλητή βλ. εξαρτημένος [< γαλλ.-αγγλ. variable]

ανεξάρτητος

ανεξάρτητος, η, ο [ἀνεξάρτητος] α-νε-ξάρ-τη-τος επίθ. 1. που είναι ελεύθερος από εξωτερική, ξένη επιρροή, καθοδήγηση, έλεγχο, που δεν έχει εξάρτηση από κάποιον ή κάτι άλλο, στηρίζεται στον εαυτό του: ~ος: παράγοντας. ~η: άποψη/διαβίωση (: για άτομα με ειδικές ανάγκες)/ζωή/πρωτοβουλία/σκέψη (πβ. ελεύθερη). Είναι δυναμική και ~η. Θα πρέπει να δουλέψεις, για να γίνεις οικονομικά ~. Πβ. αυτάρκης, αυτεξούσιος, αυτόνομος. Βλ. ημι~.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ο: ερέθισμα. ΑΝΤ. εξαρτημένος (1) 2. (ειδικότ.) που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα, οργάνωση ή δεν υπάγεται σε ανώτερη Αρχή: ~ος: βουλευτής/δημοτικός σύμβουλος/συνδυασμός. Κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές ως ~ υποψήφιος. Πβ. αδέσμευτος, ανένταχτος.|| ~ος: αξιολογητής/ασφαλιστικός πράκτορας/δημοσιογράφος/εμπειρογνώμονας/επιθεωρητής/παραγωγός/σύμβουλος-συνεργάτης επιχειρήσεων.|| ~ος: οργανισμός (= μη κυβερνητικός)/φορέας. ~ο: νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 3. (+ από/γεν.) που δεν επηρεάζεται, δεν προσδιορίζεται από άλλον παράγοντα, όρο, προϋπόθεση: Χρέωση σταθερή και ~η από τον χρόνο σύνδεσης. Η δικαστική εξουσία είναι ~η από τη νομοθετική και την εκτελεστική. Λόγοι ~οι από τη θέλησή μου με εμποδίζουν να ... Πβ. άσχετος. ΑΝΤ. αλληλένδετος, συναφής, σχετικός (1) 4. που έχει ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία: (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ος: διακόπτης/εκτυπωτής/καταψύκτης.|| ~η: είσοδος. ~ο: διαμέρισμα. ~ες: κατοικίες/μεζονέτες. 5. ΜΑΘ. που δεν εξαρτάται από άλλες μεταβλητές ή σχετίζεται με ή ανήκει σε σύστημα εξισώσεων, από τις οποίες καμία δεν μπορεί να προκύψει από άλλη του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή: ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία φορέα, οργάνου, υπηρεσίας: σύσταση ~ης ~ής για την επιλογή προσωπικού (βλ. ΑΣΕΠ). Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ανεξάρτητη διοικητική Αρχή. Βλ. ΕΣΡ. [< γαλλ. autorité indépendante] , ανεξάρτητη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή δεν καθορίζεται από τις τιμές των άλλων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. εξαρτημένη μεταβλητή, ανεξάρτητο/κυρίαρχο κράτος: ΠΟΛΙΤ. που είναι νομικά ισότιμο με τα υπόλοιπα κράτη και δεν υπάγεται σε κανέναν άλλο φορέα εκτός από τον εαυτό του. Βλ. προτεκτοράτο., κύρια/ανεξάρτητη πρόταση βλ. κύριος [< γαλλ. indépendant]

εξαρτημένος

εξαρτημένος, η, ο [ἐξαρτημένος] ε-ξαρ-τη-μέ-νος επίθ. 1. που εξαρτάται από κάποιον ή κάτι, δεν έχει αυτονομία: ~η: χώρα (πβ. υποτελής). ~ο: κράτος. Οικονομικά ~ από την οικογένεια.|| Μη ~η εργασία (= ελεύθερο επάγγελμα). ΑΝΤ. ανεξάρτητος (1) 2. (για πρόσ.) που έχει εθιστεί σε τοξική κυρ. ουσία, από την οποία δεν μπορεί να αποκοπεί: ~ος: χρήστης (ενν. ναρκωτικών, πβ. τοξικο~). ~ από το αλκοόλ/τον καφέ. Κέντρο Θεραπείας ~ων Ατόμων (ΚΕ.Θ.Ε.Α.).|| (κατ' επέκτ.) ~ από το κινητό/τον τζόγο/την τηλεόραση.|| (ως ουσ.) Τμήμα Αποκατάστασης ~ων (από ηρωίνη). ΣΥΝ. εθισμένος. ΑΝΤ. απεξαρτη-, αποτοξινω-μένος. ● ΣΥΜΠΛ.: εξαρτημένη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή καθορίζεται από την τιμή άλλης ή άλλων ανεξάρτητων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. ανεξάρτητη μεταβλητή, εξαρτημένο αντανακλαστικό {συνήθ. στον πληθ.}: ΨΥΧΟΛ. επίκτητη αυτόματη συμπεριφορά που έχει αποκτηθεί με τη σύνδεση ενός ουδέτερου ερεθίσματος και ενός συγγενούς αντανακλαστικού., δευτερεύουσα/εξαρτημένη πρόταση βλ. δευτερεύων ● βλ. εξαρτώ [< αρχ. ἐξηρτημένος, γαλλ. dépendant]

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

σταθερά

σταθερά στα-θε-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΘ. όρος σε μία εξίσωση ή μαθηματική έκφραση που παραμένει σταθερός/ή και ανεξάρτητος/η από τις αλλαγές των τιμών άλλων όρων: η ~ π. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. μέγεθος, η τιμή του οποίου παραμένει αμετάβλητη κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες: (ΦΥΣ.) βαρυτική/κοσμολογική ~. ~ αναλογίας/διάσπασης/επαναφοράς (βλ. δύναμη επαναφοράς)/παγκόσμιας έλξης/σύζευξης/ταλάντωσης/ταχύτητας/χρόνου. Ελατήριο ~άς.|| (ΧΗΜ.) ~ διάστασης/ισορροπίας. Βλ. μεταβλητή. 3. (μτφ.-λόγ.) κεντρικός άξονας, σημείο αναφοράς: Ο γονιός αποτελεί ~ στη ζωή ενός παιδιού. ● ΣΥΜΠΛ.: διηλεκτρική σταθερά βλ. διηλεκτρικός, ηλιακή σταθερά βλ. ηλιακός, σταθερά ιονισμού βλ. ιονισμός [< γαλλ. constante]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.