Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μετακάρπιο με-τα-κάρ-πι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τμήμα του χεριού ανάμεσα στον καρπό και τα δάχτυλα, που αποτελείται από πέντε οστά· καθένα από αυτά: Υπέστη κάταγμα στο τρίτο ~ (του αριστερού/δεξιού χεριού). Βλ. μετατάρσιο. [< μτγν. μετακάρπιον, γαλλ. métacarpe, αγγλ. metacarpus]
  • μετακάρπιος , α, ο με-τα-κάρ-πι-ος επίθ. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.: που αναφέρεται στο μετακάρπιο: ~α: άρθρωση. Βλ. μετατάρσιος. ● Ουσ.: μετακάρπια (τα): μετακάρπια οστά. [< μτγν. μετακάρπιος, γαλλ. métacarpien, αγγλ. metacarpal]

μετατάρσιο

μετατάρσιομε-τα-τάρ-σι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. το τμήμα του άκρου ποδιού μεταξύ αστραγάλου και δακτύλων, ο σκελετός του οποίου αποτελείται από πέντε επιμήκη οστά· καθένα από αυτά: ραιβό ~. Πτώση ~ίου. Υπέστη κάταγμα στο πέμπτο ~. Βλ. μετακάρπιο, ταρσός, φάλαγγα. [< γαλλ. métatarse, αγγλ. metatarsus]

μετατάρσιος

μετατάρσιος, α, ο με-τα-τάρ-σι-ος επίθ.: ΑΝΑΤ. που αναφέρεται ή ανήκει στο μετατάρσιο: ~α: περιοχή. Βλ. μετακάρπιος. ● Ουσ.: μετατάρσια (τα): μετατάρσια οστά. [< γαλλ. métatarsien, αγγλ. metatarsal]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.