μετακάρπιο με-τα-κάρ-πι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τμήμα του χεριού ανάμεσα στον καρπό και τα δάχτυλα, που αποτελείται από πέντε οστά· καθένα από αυτά: Υπέστη κάταγμα στο τρίτο ~ (του αριστερού/δεξιού χεριού). Βλ. μετατάρσιο. [< μτγν. μετακάρπιον, γαλλ. métacarpe, αγγλ. metacarpus]
μετακάρπιος , α, ο με-τα-κάρ-πι-ος επίθ. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.: που αναφέρεται στο μετακάρπιο: ~α: άρθρωση. Βλ. μετατάρσιος. ● Ουσ.: μετακάρπια (τα): μετακάρπια οστά. [< μτγν. μετακάρπιος, γαλλ. métacarpien, αγγλ. metacarpal]
μετατάρσιο
μετατάρσιομε-τα-τάρ-σι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. το τμήμα του άκρου ποδιού μεταξύ αστραγάλου και δακτύλων, ο σκελετός του οποίου αποτελείται από πέντε επιμήκη οστά· καθένα από αυτά: ραιβό ~. Πτώση ~ίου. Υπέστη κάταγμα στο πέμπτο ~. Βλ. μετακάρπιο, ταρσός, φάλαγγα. [< γαλλ. métatarse, αγγλ. metatarsus]
μετατάρσιος
μετατάρσιος, α, ο με-τα-τάρ-σι-ος επίθ.: ΑΝΑΤ. που αναφέρεται ή ανήκει στο μετατάρσιο: ~α: περιοχή. Βλ. μετακάρπιος. ● Ουσ.: μετατάρσια (τα): μετατάρσια οστά. [< γαλλ. métatarsien, αγγλ. metatarsal]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.