μεταμορφικός , ή, ό με-τα-μορ-φι-κός επίθ.: ΓΕΩΛ. που μεταβάλλεται ως προς τη δομή ή τη μορφή του εξαιτίας φυσικών παραγόντων ή που σχετίζεται με τέτοιους είδους μεταβολές: ~ά: πετρώματα (βλ. ασβεστόλιθος. ΣΥΝ. μεταμορφωσιγενή). [< γαλλ. métamorphique, αγγλ. metamorphic]
ασβεστόλιθος
ασβεστόλιθος [ἀσβεστόλιθος] α-σβε-στό-λι-θος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίθου}: ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρ. από ανθρακικό ασβέστιο και χρησιμοποιείται για την παρασκευή ασβέστη, απορρυπαντικών, ζωοτροφών, λιπασμάτων, χρωμάτων ή πλαστικών: κιτρινωπός/λευκός/μαλακός/πορώδης/σκληρός/συμπαγής ~. Κοραλλιογενείς/κρυσταλλικοί/μαργαϊκοί/πλακώδεις ~οι. Βλ. ασβεστ-, δολομ-ίτης. ΣΥΝ. ασβεστόπετρα, πωρόλιθος, τιτανόλιθος [< γαλλ. pierre calcaire]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.