Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μεταμορφικός , ή, ό με-τα-μορ-φι-κός επίθ.: ΓΕΩΛ. που μεταβάλλεται ως προς τη δομή ή τη μορφή του εξαιτίας φυσικών παραγόντων ή που σχετίζεται με τέτοιους είδους μεταβολές: ~ά: πετρώματα (βλ. ασβεστόλιθος. ΣΥΝ. μεταμορφωσιγενή). [< γαλλ. métamorphique, αγγλ. metamorphic]

ασβεστόλιθος

ασβεστόλιθος [ἀσβεστόλιθος] α-σβε-στό-λι-θος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίθου}: ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρ. από ανθρακικό ασβέστιο και χρησιμοποιείται για την παρασκευή ασβέστη, απορρυπαντικών, ζωοτροφών, λιπασμάτων, χρωμάτων ή πλαστικών: κιτρινωπός/λευκός/μαλακός/πορώδης/σκληρός/συμπαγής ~. Κοραλλιογενείς/κρυσταλλικοί/μαργαϊκοί/πλακώδεις ~οι. Βλ. ασβεστ-, δολομ-ίτης. ΣΥΝ. ασβεστόπετρα, πωρόλιθος, τιτανόλιθος [< γαλλ. pierre calcaire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.