Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μετανάστευση με-τα-νά-στευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. ατομική ή ομαδική μετάβαση από την πατρική γη σε άλλον τόπο για αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης: αναγκαστική/γυναικεία/εκούσια/εξωτερική/εποχι(α)κή/εργασιακή/μαζική/οικονομική/παράνομη (= λαθρο~)/πολιτική/φοιτητική ~. ~ επιστημόνων. Τμήμα Αλλοδαπών και ~ης. Πβ. εκπατρισμός, μετοικεσία, μετοίκηση. ΣΥΝ. αποδημία (1), ξενιτεμός ΑΝΤ. επαναπατρισμός, παλιννόστηση (1) 2. ΖΩΟΛ. εποχική μαζική μετακίνηση ορισμένων πτηνών ή ψαριών σε άλλη περιοχή με διαφορετικό κλίμα: ~ των χελιδονιών. Ετήσιες ~εύσεις. ΣΥΝ. αποδημία (2) 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. (για κύτταρα) αλλαγή θέσης: ~ των λευκοκυττάρων (= διαπίδυση). ~ των καρκινικών κυττάρων (= μετάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: εσωτερική μετανάστευση: που γίνεται στο εσωτερικό μιας χώρας και έχει συνήθ. τη μορφή της αστυφιλίας., κυκλική/προσωρινή μετανάστευση: επιστροφή των μεταναστών στις χώρες προέλευσής τους, αφού έχουν αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες κατά την εργασία τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη χώρα υποδοχής (κυρ. με αναφορά σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). [< αγγλ. circular migration] , ελευθερία (της) εγκατάστασης/(της) μετακίνησης/(της) μετανάστευσης βλ. ελευθερία [< μεσν. μετανάστευσις, γαλλ. migration]

ελευθερία

ελευθερία [ἐλευθερία] ε-λευ-θε-ρί-α ουσ. (θηλ.) {ελευθεριών} & (λαϊκό-λογοτ.) λευτεριά & ελευτεριά: η ιδιότητα του ελεύθερου· η απουσία ελέγχου, περιορισμών, δεσμεύσεων: απόλυτη/δημιουργική/εσωτερική/ηθική/πλήρης ~. Η ~ της δράσης/εργασίας/ιδιοκτησίας. Το ιδανικό/η κατάκτηση/η προάσπιση/η προστασία/η στέρηση/η υπονόμευση/το ύψιστο αγαθό/το φρόνημα της ~ας. Σεβασμός της ~ας των άλλων. Έχω την ~ (: το δικαίωμα) να ... Χιλιάδες άνθρωποι έχουν θυσιαστεί στο όνομα της ~ας. Αφαιρώ/στερώ την ~ από κάποιον (πβ. φυλακίζω, υποδουλώνω). Δίνω την ~ σε κάποιον. Ανακτώ την ~ μου (= απελευθερώνομαι). Βλ. ημι~.|| (για έθνος, κράτος, τόπο: η απουσία ξένης κατοχής ή επικυριαρχίας) Εθνική/πολιτική ~. Αγώνας για την ~ της πατρίδας. ~ ή θάνατος (: το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821). ΑΝΤ. αν~, δουλεία, σκλαβιά.ελευθερίες (οι): τα διάφορα είδη ελευθερίας που συνήθ. κατοχυρώνονται συνταγματικά: ατομικές/δημοκρατικές/θρησκευτικές/λαϊκές/στοιχειώδεις/συλλογικές ~. Κοινοτικές ~ (: οι τέσσερις βασικές ~, δηλ. η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων/εμπορευμάτων/προσώπων/υπηρεσιών). Άσκηση/καταστρατήγηση των ~ών. ~ και ανθρώπινα δικαιώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός/βαθμοί ελευθερίας 1. ΦΥΣ. καθεμία από τις παραμέτρους που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον ακριβή προσδιορισμό της κίνησης ενός μηχανικού συστήματος ή των αλλαγών που υφίσταται ένα θερμοδυναμικό σύστημα. 2. ΣΤΑΤΙΣΤ. καθεμία από τις ανεξάρτητες τυχαίες μεταβλητές σε στατιστική μέτρηση ή κατανομή συχνοτήτων., γενετήσια ελευθερία: ΝΟΜ. το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής ερωτικού συντρόφου (χωρίς εξαναγκασμό, οικονομικά ανταλλάγματα ή άλλου είδους εξαρτήσεις): εγκλήματα κατά της ~ας ~ας (βλ. ασέλγεια, βιασμός, σεξουαλική κακοποίηση, σωματεμπορία)., ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάποιου να εκφράζει τις απόψεις, τις ιδέες ή τις σκέψεις του δημοσίως, χωρίς να εμποδίζεται ή να τιμωρείται. Βλ. ισηγορία, παρρησία., ελευθερία (της) εγκατάστασης/(της) μετακίνησης/(της) μετανάστευσης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να αλλάζει κατά βούληση χώρο διαμονής και εργασίας είτε μέσα στην ίδια του τη χώρα είτε έξω από αυτή(ν)., ελευθερία (της) θρησκευτικής συνείδησης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της επιλογής, διατήρησης, εγκατάλειψης ή αλλαγής συγκεκριμένης θρησκείας, καθώς και επιλογής ή απόρριψης της αθεΐας. Βλ. ανεξιθρησκία., ελευθερία (της) λατρείας: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της άσκησης των λατρευτικών καθηκόντων., ελευθερία (της) πληροφόρησης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ανεμπόδιστης διάδοσης ή αναζήτησης πληροφοριών., ελευθερία (της) σκέψης/(της) συνείδησης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει τις δικές του απόψεις ανεξάρτητα από τις θέσεις των άλλων., ελευθερία του πνεύματος/πνευματική ελευθερία: η απουσία κάθε παράγοντα που εμποδίζει ή περιορίζει την ανάπτυξη της σκέψης και την έκφραση., ελευθερία/άνεση κινήσεων/κινήσεως: ευχέρεια κινήσεων: απόλυτη ~ ~. Το ασύρματο τηλέφωνο προσφέρει μεγαλύτερη ~ ~ σε σχέση με το σταθερό.|| Χώρος εργασίας που προσφέρει ~ ~., η ελευθερία του Τύπου: ελευθεροτυπία., ακαδημαϊκή ελευθερία βλ. ακαδημαϊκός, ελευθερία της αδιαφορίας βλ. αδιαφορία, ελευθερία της βούλησης βλ. βούληση, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι βλ. συνδικαλίζομαι, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι βλ. συνεταιρίζομαι, οικονομική ελευθερία βλ. οικονομικός, πολιτικά δικαιώματα βλ. δικαίωμα, προσωπική ελευθερία βλ. προσωπικός, συνδικαλιστική ελευθερία βλ. συνδικαλιστικός, το δικαίωμα/η ελευθερία του συνέρχεσθαι βλ. συνέρχομαι, φυσική ελευθερία βλ. φυσικός [< αρχ. ἐλευθερία, γαλλ. liberté, αγγλ. liberty]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.