Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μεταστάς με-τα-στάς ουσ. (αρσ.) {αρσ. μεταστάντ-ος, -α | -ες, -ων} & (σπάν. θηλ.) μεταστάσα (αρχαιοπρ.) : (για πρόσ.) που έχει πεθάνει. Πβ. αείμνηστος, αποθανών, εκλιπών, κεκοιμημένος, μακαριστός, μακαρίτης. ● βλ. μεθίσταται [< μτχ. αορ. β’ του ρ. μεθίσταμαι ‘αλλάζω τόπο, απομακρύνομαι, πεθαίνω’]
  • μετάσταση με-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μεταφορά νοσογόνου παράγοντα από ένα όργανο ή τμήμα του σώματος σε άλλο μέσω της αιματικής ή λεμφικής κυκλοφορίας, κυρ. η ανάπτυξη κακοήθους όγκου σε θέσεις διαφορετικές από την πρωτοπαθή εστία· συνεκδ. η δευτεροπαθής εστία: εγκεφαλική/ηπατική ~. ~ καρκινικών κυττάρων/μελανώματος. Ο καρκίνος στον πνεύμονα έκανε ~ στα οστά.|| Δερματικές/οστικές/πολλαπλές ~άσεις. 2. ΘΕΟΛ. ανάληψη του σώματος της Θεοτόκου ή Αγίου μετά την Κοίμησή τους: ~ του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. [< 1: αρχ. μετάστασις, γαλλ. métastase, αγγλ. metastasis 2: αρχ. ~]

μεθίσταται

μεθίσταται με-θί-στα-ται ρ. (αμτβ.) {μετέστ-η, -ησαν, μεταστεί, μεταστάς} (αρχαιοπρ.) 1. {στον αόρ.} για κάποιον που πέθανε: Η ψυχή του μετέστη (= αποδήμησε) εις Κύριον. 2. κάνει μεταστάσεις: Καρκίνος που ~ στο υπόλοιπο σώμα. ● βλ. μεταστάς [< αρχ. μεθίστημι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.