μετάσταση με-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μεταφορά νοσογόνου παράγοντα από ένα όργανο ή τμήμα του σώματος σε άλλο μέσω της αιματικής ή λεμφικής κυκλοφορίας, κυρ. η ανάπτυξη κακοήθους όγκου σε θέσεις διαφορετικές από την πρωτοπαθή εστία· συνεκδ. η δευτεροπαθής εστία: εγκεφαλική/ηπατική ~. ~ καρκινικών κυττάρων/μελανώματος. Ο καρκίνος στον πνεύμονα έκανε ~ στα οστά.|| Δερματικές/οστικές/πολλαπλές ~άσεις.2. ΘΕΟΛ. ανάληψη του σώματος της Θεοτόκου ή Αγίου μετά την Κοίμησή τους: ~ του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. [< 1: αρχ. μετάστασις, γαλλ. métastase, αγγλ. metastasis 2: αρχ. ~]
μεθίσταται
μεθίσταται με-θί-στα-ται ρ. (αμτβ.) {μετέστ-η, -ησαν, μεταστεί, μεταστάς} (αρχαιοπρ.) 1. {στον αόρ.} για κάποιον που πέθανε: Η ψυχή του μετέστη (= αποδήμησε) εις Κύριον.2. κάνει μεταστάσεις: Καρκίνος που ~ στο υπόλοιπο σώμα. ● βλ. μεταστάς [< αρχ. μεθίστημι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.