Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μετοχή με-το-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτικός τίτλος μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας που παρέχει στον κάτοχό της δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της επιχείρησης και στη διοίκησή της: ανοδική/καθοδική ~ (: της οποίας η αξία έχει ανοδική ή καθοδική τάση αντίστοιχα). Αναβάθμιση/ανάκαμψη/(λογιστική/ονομαστική/πραγματική/χρηματιστηριακή) αξία/δείκτης/διαπραγμάτευση/(ημερήσιο) κλείσιμο/κυριότητα/μεταβίβαση/πορεία/σύμβολο/τιμή/τύπος ~ής. ~ές επικαρπίας. Εκποίηση/ενίσχυση/πακέτο/στοιχεία ~ών. Άνοδο/(αρνητική/θετική) απόδοση/αύξηση/μείωση/πτώση παρουσίασε/σημείωσε η ~ ... Στα ύψη (έφτασε) η ~ ... Προσωρινή αναστολή των ~ών μιας εταιρείας. Μέρισμα ... ευρώ ανά ~. Μετατροπή ομολογιών σε ~ές. Αγοράζω/πουλώ ~ές. Εισαγωγές νέων ~ών στο χρηματιστήριο.|| ~ές αργύρου/χρυσού. Πβ. χαρτί, χρηματιστηριακός τίτλος. Βλ. αξιόγραφο. 2. ΓΡΑΜΜ. μέρος του λόγου που έχει συγχρόνως ιδιότητες ονόματος και ρήματος: ενεργητική/παθητική ~. Αναφορική/τροπική/υποθετική/χρονική ~. ~ ενεστώτα/μεσοπαθητικού παρακειμένου. Κλίση/συντακτικός ρόλος/σχηματισμός ~ής. Βλ. γερούνδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη μετοχή: ΟΙΚΟΝ. της οποίας κύριος θεωρείται ο εκάστοτε κομιστής., διασπορά μετοχών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία τα μετοχικά κεφάλαια μιας ανώνυμης εταιρείας είναι διαμοιρασμένα σε πολλούς μετόχους., κοινή μετοχή: ΟΙΚΟΝ. απλή μετοχή που περιλαμβάνει όλα τα βασικά δικαιώματα ενός μετόχου, αλλά δεν παραχωρεί κανένα προνόμιο, σε αντιδιαστολή προς την προνομιούχο μετοχή., ονομαστική μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που φέρει το όνομα του κατόχου της και για τη μετάβασή της απαιτείται ειδική διαδικασία., προνομιούχος μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που προσφέρει ορισμένο πλεονέκτημα στους κατόχους της έναντι των κοινών μετοχών, όσον αφορά τη λήψη μερίσματος και του προϊόντος της εκκαθάρισης, σε περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης., αιτιολογική μετοχή βλ. αιτιολογικός, αμυντικές μετοχές βλ. αμυντικός, απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο βλ. απόλυτος ● ΦΡ.: ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου: (μτφ.) ενισχύεται/μειώνεται η αξία, το κύρος του: Από τότε που κέρδισε στον διαγωνισμό, ανέβηκαν οι μετοχές της., μετά/άνευ ψήφου μετοχές & μετοχές με/χωρίς δικαίωμα ψήφου: ΟΙΚΟΝ. που επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν, αντίστοιχα, στους κατόχους να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μετόχων. [< αρχ. μετοχή 'συμμετοχή' 1: αγγλ. share 2: μτγν. μετοχή]

αιτιολογικός

αιτιολογικός, ή, ό [αἰτιολογικός] αι-τι-ο-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα αίτια κατάστασης, ενέργειας, φαινομένου: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: ανάλυση/βάση/έκθεση/θεραπεία/κρίση/σύνδεση/σχέση. ~ό: έγγραφο/στοιχείο. Πβ. αιτιώδης.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: σύνδεσμος (: που εισάγει αιτιολογική πρόταση, π.χ. γιατί, επειδή). ● Ουσ.: αιτιολογικό (το): ΝΟΜ. σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται απόφαση δικαστηρίου και γενικότ. παρουσίαση των λόγων που οδήγησαν σε πράξη ή απόφαση, αιτιολογία: επίσημο ~. Το ~ της αγωγής/αίτησης. Καταγράφω/παραθέτω/υποβάλλω το ~. Απολύθηκε χωρίς ~. Βλ. διατακτικό. ● επίρρ.: αιτιολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιολογική μετοχή: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνει αιτία: Θέλοντας (= επειδή ήθελε) να τον αποφύγει, άλλαξε δρόμο., αιτιολογική πρόταση: ΓΡΑΜΜ. δευτερεύουσα η οποία δηλώνει την αιτία της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα της κύριας πρότασης: λ.χ. πικράθηκε, επειδή τον εγκατέλειψε. ● ΦΡ.: με την αιτιολογία/με το αιτιολογικό βλ. αιτιολογία [< μτγν. αἰτιολογικός, αγγλ. (a)etiologic(al), γαλλ. étiologique]

αμυντικός

αμυντικός, ή, ό [ἀμυντικός] α-μυ-ντι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη στρατιωτική κυρ. άμυνα: ~ός: αγώνας/εξοπλισμός/οργανισμός (βλ. ΝΑΤΟ)/πόλεμος (ΑΝΤ. επεκτατικός)/σχεδιασμός. ~ή: ασπίδα/θωράκιση/κάλυψη/οργάνωση/πολιτική/στρατηγική/συμμαχία/τακτική/χειροβομβίδα. ~ό: σύμφωνο/σχέδιο/τείχος. ~ά: όπλα. Ο οχυρός και ~ χαρακτήρας μιας περιοχής. ΑΝΤ. επιθετικός (2) 2. ΑΘΛ. που αφορά την άμυνα μιας ομάδας, συνήθ. ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: ~ός: μέσος (= μεσοαμυντικός)/παίκτης/χαφ. ~ή: διάταξη/θέση/κάλυψη/τριάδα. ~ό: δίδυμο/παιχνίδι/ριμπάουντ/σχήμα. ~ά: κενά/λάθη. Η ομάδα αγωνίστηκε/κατέβηκε/μπήκε/ξεκίνησε/παρατάχθηκε/παρουσιάστηκε με ~ές διαθέσεις. ΑΝΤ. επιθετικός (3) 3. που χαρακτηρίζεται από επιφυλακτικότητα, που στοχεύει στην αυτοπροστασία: ~ή: οδήγηση/συμπεριφορά. Κρατά/παίρνει ~ή στάση (απέναντι σε αγνώστους). ΑΝΤ. επιθετικός (1) 4. ΙΑΤΡ. που έχει σχέση με την αντίδραση του οργανισμού απέναντι σε παθογόνους μικροοργανισμούς: ~ός: παράγοντας (του δέρματος). ~ή: ικανότητα. ● Ουσ.: αμυντικός (ο): ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που συνήθ. αγωνίζεται στην αμυντική γραμμή της ομάδας του. Πβ. λίμπερο, μπακ, οπισθοφύλακας. Βλ. επιθετικός, μέσος. [< αγγλ. defender, 1922] ● επίρρ.: αμυντικά ● ΣΥΜΠΛ.: αμυντικές δαπάνες: ΟΙΚΟΝ. μέρος του κρατικού προϋπολογισμού που διατίθεται για τον εξοπλισμό και τις λειτουργικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων: αύξηση/μείωση των ~ών ~ών., αμυντικές μετοχές: ΟΙΚΟΝ. που διατηρούνται σταθερές σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, που δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές της αγοράς: ~ ~ υψηλής κεφαλαιοποίησης. [< αγγλ. defensive shares/stocks] , αμυντική γραμμή & γραμμή άμυνας: ΑΘΛ. οι αμυντικοί παίκτες κυρ. μιας ποδοσφαιρικής ομάδας· ο χώρος του γηπέδου στον οποίο αυτοί αγωνίζονται. Βλ. επιθετική, μεσαία γραμμή., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη βλ. ζώνη, αμυντική βιομηχανία βλ. βιομηχανία, μηχανισμοί άμυνας/αμυντικοί μηχανισμοί βλ. άμυνα [< αρχ. ἀμυντικός, γαλλ. défensif, αγγλ. defensive]

αξιόγραφο

αξιόγραφο [ἀξιόγραφο] α-ξι-ό-γρα-φο ουσ. (ουδ.) {αξιογράφ-ου | -ων, συνήθ. στον πληθ.}: ΟΙΚΟΝ. έγγραφο που ενσωματώνει μια αξία ή ένα δικαίωμα, για την άσκηση του οποίου είναι απαραίτητη η κατοχή και προσκόμισή του (π.χ. γραμμάτιο σε διαταγή, επιταγή, μετοχή, ομόλογο, συναλλαγματική): επενδυτικό ~. ~ κεφαλαίου/προθεσμίας. Εξόφληση ~ου. Πβ. τίτλος.

απόλυτος

απόλυτος, η, ο [ἀπόλυτος] α-πό-λυ-τος επίθ. 1. πλήρης, ολοκληρωτικός και κατ' επέκτ. αδιαμφισβήτητος: ~ος: σεβασμός (των δικαιωμάτων του παιδιού). ~η: ανάγκη (= επιτακτική)/ανεξαρτησία/δύναμη/ελευθερία/επιτυχία/ευθύνη/πειθαρχία/προτεραιότητα/τάξη. ~ο: δόγμα/(ΦΙΛΟΣ.) κακό/καλό. Καθολική και ~η απαγόρευση. Αναζήτηση της ~ης αλήθειας/γνώσης. Με ~η ακρίβεια/βεβαιότητα/πιστότητα/σαφήνεια. Έχουν τον ~ο έλεγχο. ~η ησυχία! Έχεις ~ο δίκιο.|| (λόγ.) Άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης μου.|| (ΝΟΜ.) ~οι λόγοι απαραδέκτου.|| ~ος: άρχοντας/μονάρχης (: που έχει ~η εξουσία).|| (προφ.-εμφατ. + άρθ.) Ο ~ έρωτας! Η ~η ασυνεννοησία/ευτυχία/καταστροφή/ομορφιά! Επικρατεί η ~η σιωπή/το ~ο σκοτάδι! Ξεκίνησε από το ~ο μηδέν (= από το τίποτα)! Ο ~ σταρ! (= ο ένας και μοναδικός, ο τέλειος). Το ~ο αρσενικό/θηλυκό. 2. αδιάλλακτος: Μην είσαι τόσο ~ (στις απόψεις σου)! Πβ. δογματ-, κατηγορηματ-, μονολιθ-ικός. 3. (για μέγεθος) πραγματικός ως προς την τιμή του (βάσει συγκεκριμένης συνήθ. μονάδας μέτρησης), που δεν υπολογίζεται σε σχέση με κάτι άλλο: ~ος: χρόνος. ~η: αξία (ποσού)/ηλικία πετρωμάτων (σε χρόνια)/σύγκλιση/ταχύτητα. ~ες: συντεταγμένες.|| (ΦΥΣ.) ~η: πίεση (: που ξεκινά από το τέλειο κενό).|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Μέση ~η απόκλιση. Σε ~ους αριθμούς/όρους, η αύξηση είναι ... ΑΝΤ. σχετικός (2) ● επίρρ.: απόλυτα & απολύτως (εμφατ.): ολοκληρωτικά, εντελώς: ~ απαραίτητος/ασφαλής/ικανοποιημένος/κατανοητός/σαφής/σίγουρος/υγιής. Αφοσιώνομαι/διαφωνώ/εμπιστεύομαι (κάποιον)/καταλαβαίνω/συμφωνώ/ταιριάζω (με κάποιον) ~α. Δεν κάνω/δεν παθαίνω ~ως τίποτα (πβ. τελείως). Δεν έχω καμία ~ως σχέση με την υπόθεση. Δεν φέρω καμία ~ως ευθύνη. Δεν αντιμετωπίζω κανένα ~ως πρόβλημα. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη θερμοκρασία: ΦΥΣ. που ξεκινά από το απόλυτο μηδέν: ελάχιστη/μέγιστη ~., απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο: ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. Ελληνική) μετοχή ή απαρέμφατο που δεν εξαρτάται άμεσα από τους βασικούς όρους μιας πρότασης (το υποκείμενο ή το αντικείμενο): τούτου δοθέντος, ούτως ειπείν. Βλ. συνημμένη μετοχή. [< νεολατ. absolutus] , απόλυτη μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στην καθαρή έμπνευση και πηγάζει από την μουσική την ίδια και όχι από εικόνες ή συναισθήματα. Βλ. προγραμματική μουσική., απόλυτη τιμή: ΜΑΘ. η τιμή (συμβ. |x|) πραγματικού αριθμού που ισούται με τον ίδιο τον αριθμό χωρίς πρόσημο. [< αγγλ. absolute value, 1907] , απόλυτο αριθμητικό: ΓΡΑΜΜ. που φανερώνει αριθμό: π.χ. δύο, τρία ..., απόλυτο κενό 1. ΦΥΣ. & (σπάν.) τέλειο κενό: χώρος ολοκληρωτικά άδειος από κάθε στοιχείο ύλης: Ο ήχος δεν διαδίδεται στο ~ ~. 2. (μτφ.) κάθε κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσίας, ζωτικότητας, ενέργειας: Νιώθω το ~ ~., απόλυτο μηδέν: ΦΥΣ. η κατώτερη δυνατή θερμοκρασία (-273,15°C): Ένα σώμα παύει να έχει μάζα στο ~ ~. [< αγγλ. absolute zero] , απόλυτη πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, απόλυτη υγρασία βλ. υγρασία, απόλυτη φτώχεια βλ. φτώχεια, απόλυτο μέγεθος βλ. μέγεθος [< 1,3: μτγν. ἀπόλυτος, γαλλ. absolu 2: γαλλ. strict]

γερούνδιο

γερούνδιο γε-ρούν-δι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} ΓΡΑΜΜ. 1. ρηματικός τύπος (κατάλ. -οντας/-ώντας) με επιρρηματική λειτουργία, ο οποίος εκφράζει ενέργεια που συμβαίνει παράλληλα με την ενέργεια του ρήματος της πρότασης: π.χ. τρέχοντας/γελώντας. Βλ. μετοχή. 2. ρηματικό ουσιαστικό της λατινικής γλώσσας που διαθέτει τις τέσσερις πλάγιες πτώσεις του ενικού (με καταλήξεις -ndi, -ndo, -ndum, -ndo) και αντιστοιχεί στο έναρθρο απαρέμφατο της αρχαίας Ελληνικής· κατ' επέκτ. ρηματικό ουσιαστικό: εµπρόθετο ~ του σκοπού. [< νεολατ. gerundium]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.