Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μετρέσα με-τρέ-σα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ερωμένη. Βλ. -έσα. [< γαλλ. maîtresse]

-έσα

-έσα: κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση τίτλου ευγενείας, επαγγέλματος ή ιδιότητας: (κυρ. παλαιότ.) κοντ~.|| (ειρων.) Γιατρ~.|| Mετρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.