Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • μητριά μη-τρι-ά ουσ. (θηλ.): γυναίκα που αναλαμβάνει τον ρόλο της μητέρας για τα παιδιά που έχει ο σύζυγός της από προηγούμενο γάμο· θετή μητέρα: (συχνά σε παραμύθια, με αρνητ. συνυποδ.) κακιά ~. Βλ. πατριός. [< αρχ. μητρυιά]
  • μητριαίος , α, ο [μητριαῖος] μη-τρι-αί-ος επίθ.: ΑΝΑΤ. που αναφέρεται ή ανήκει στη μήτρα: ~α: αρτηρία/κοιλότητα. Βλ. -ιαίος. ΣΥΝ. ενδομήτριος, μητρικός2 [< αγγλ. uterine]
  • μητριαρχία μη-τρι-αρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. κοινωνικό σύστημα στο οποίο η γυναίκα κατέχει κυρίαρχη θέση στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Βλ. -αρχία, πατριαρχία. [< γερμ. Matriarchat, γαλλ. matriarcat, αγγλ. matriarchy]
  • μητριαρχικός , ή, ό μη-τρι-αρ-χι-κός επίθ.: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αναφέρεται στη μητριαρχία: ~ός: πολιτισμός. ~ή: κοινωνία/οικογένεια. ~ό: καθεστώς. Βλ. πατριαρχικός. [< γερμ. matriarchalisch, γαλλ. matriarcal, αγγλ. matriarchal]

-αρχία

-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

πατριαρχικός

πατριαρχικός, ή, ό πα-τρι-αρ-χι-κός επίθ. 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. Π) που σχετίζεται με τον Πατριάρχη ή το Πατριαρχείο: ~ός: Ναός/Οίκος. ~ή: αντιπροσωπεία/απόφαση/εγκύκλιος/Έδρα/εκλογή/εξουσία/επίσκεψη/επιστολή/ευλογία/Μονή/Σύνοδος/Σχολή. ~ό: Ίδρυμα/Μέγαρο. ~ά: έγγραφα/σιγίλλια. Ανήλθε στον ~ό θρόνο/θώκο (= στο ~ό αξίωμα). ~ή και Συνοδική Πράξη. Βλ. αρχιεπισκοπ-, εξαρχ-, παπ-ικός.|| ~ός: Διάκονος/Έξαρχος/Επίτροπος. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αναφέρεται στην πατριαρχία: ~ή: κοινωνία (πβ. ανδροκρατούμενη)/οικογένεια. ~ό: μοντέλο/πρότυπο/σύστημα. ~ές: αντιλήψεις/δομές/σχέσεις. ~ά: στερεότυπα. Πβ. ανδροκρατικός. Βλ. μητριαρχ-, σεξιστ-, φαλλοκρατ-ικός. 3. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από επιβλητικότητα, κύρος, μεγαλοπρέπεια: ~ό: ύφος. [< 1: μτγν. πατριαρχικός 2: γαλλ. patriarcal, αγγλ. patriarchical]

πατριός

πατριός πα-τρι-ός ουσ. (αρσ.): άνδρας που αναλαμβάνει τον ρόλο του πατέρα για τα παιδιά που έχει η σύζυγός του από προηγούμενο γάμο· θετός πατέρας. Πβ. ψυχοπατέρας. Βλ. μητριά. [< μτγν. πατρυιός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.