μητριά μη-τρι-ά ουσ. (θηλ.): γυναίκα που αναλαμβάνει τον ρόλο της μητέρας για τα παιδιά που έχει ο σύζυγός της από προηγούμενο γάμο· θετή μητέρα: (συχνά σε παραμύθια, με αρνητ. συνυποδ.) κακιά ~. Βλ. πατριός. [< αρχ. μητρυιά]
μητριαίος , α, ο [μητριαῖος] μη-τρι-αί-ος επίθ.: ΑΝΑΤ. που αναφέρεται ή ανήκει στη μήτρα: ~α: αρτηρία/κοιλότητα. Βλ. -ιαίος. ΣΥΝ. ενδομήτριος, μητρικός2 [< αγγλ. uterine]
μητριαρχία μη-τρι-αρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. κοινωνικό σύστημα στο οποίο η γυναίκα κατέχει κυρίαρχη θέση στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Βλ. -αρχία, πατριαρχία. [< γερμ. Matriarchat, γαλλ. matriarcat, αγγλ. matriarchy]
μητριαρχικός , ή, ό μη-τρι-αρ-χι-κός επίθ.: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αναφέρεται στη μητριαρχία: ~ός: πολιτισμός. ~ή: κοινωνία/οικογένεια. ~ό: καθεστώς. Βλ. πατριαρχικός. [< γερμ. matriarchalisch, γαλλ. matriarcal, αγγλ. matriarchal]
-αρχία
-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~.2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~.3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.
-ιαίος
-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~.2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες).3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~.4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.
πατριαρχικός
πατριαρχικός, ή, ό πα-τρι-αρ-χι-κός επίθ. 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. Π) που σχετίζεται με τον Πατριάρχη ή το Πατριαρχείο: ~ός: Ναός/Οίκος. ~ή: αντιπροσωπεία/απόφαση/εγκύκλιος/Έδρα/εκλογή/εξουσία/επίσκεψη/επιστολή/ευλογία/Μονή/Σύνοδος/Σχολή. ~ό: Ίδρυμα/Μέγαρο. ~ά: έγγραφα/σιγίλλια. Ανήλθε στον ~ό θρόνο/θώκο (= στο ~ό αξίωμα). ~ή και Συνοδική Πράξη. Βλ. αρχιεπισκοπ-, εξαρχ-, παπ-ικός.|| ~ός: Διάκονος/Έξαρχος/Επίτροπος.2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αναφέρεται στην πατριαρχία: ~ή: κοινωνία (πβ. ανδροκρατούμενη)/οικογένεια. ~ό: μοντέλο/πρότυπο/σύστημα. ~ές: αντιλήψεις/δομές/σχέσεις. ~ά: στερεότυπα. Πβ. ανδροκρατικός. Βλ. μητριαρχ-, σεξιστ-, φαλλοκρατ-ικός.3. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από επιβλητικότητα, κύρος, μεγαλοπρέπεια: ~ό: ύφος. [< 1: μτγν. πατριαρχικός 2: γαλλ. patriarcal, αγγλ. patriarchical]
πατριός
πατριός πα-τρι-ός ουσ. (αρσ.): άνδρας που αναλαμβάνει τον ρόλο του πατέρα για τα παιδιά που έχει η σύζυγός του από προηγούμενο γάμο· θετός πατέρας. Πβ. ψυχοπατέρας. Βλ. μητριά. [< μτγν. πατρυιός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.