μητροπολιτικός , ή, ό μη-τρο-πο-λι-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στη μητρόπολη (ως μεγάλο αστικό κέντρο ή ως χώρα που έχει αποικίες): ~ός: δήμος/σχεδιασμός/φορέας αστικών συγκοινωνιών. ~ή: διακυβέρνηση/διοίκηση/περιοχή/περιφέρεια.2. ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με την εκκλησιαστική μητρόπολη ή τον μητροπολίτη: ~ός: θρόνος/ναός (πβ. καθεδρικός). ~ή: έδρα. ~ό: συμβούλιο. ● ΣΥΜΠΛ.: μητροπολιτικός σιδηρόδρομος βλ. σιδηρόδρομος [< 1: μτγν. μητροπολιτικός 2: μεσν. ~]
σιδηρόδρομος
σιδηρόδρομος σι-δη-ρό-δρο-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -όμου} 1. δρόμος από δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες σιδηροτροχιές πάνω στις οποίες κινείται αμαξοστοιχία· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το μεταφορικό μέσο, το τρένο· γενικότ. το όλο μεταφορικό σύστημα και οι υπηρεσίες του: (υπερ)αστικός/(παλαιότ.) ατμοκίνητος/εναέριος (πβ. τελεφερίκ)/ηλεκτροκίνητος/περιφερειακός/προαστιακός ~. Βαγόνια ~όμου. Διακίνηση προϊόντων/μεταφορά επιβατών μέσω ~ου. Ταξίδι με τον ~ο. Πβ. συρμός.|| Το δίκτυο/οι υπάλληλοι των ~όμων. Οργανισμός ~όμων Ελλάδας (ακρ. ΟΣΕ). Βλ. -δρομος.2. μηχανισμός με ράγες στον οποίο προσαρμόζεται κάτι, για να μετακινείται ελεύθερα από το ένα άκρο στο άλλο: ~οι κουρτινών. Πβ. διάδρομος, τιράζ.3. (μτφ.-προφ.) κάτι μακροσκελές, εκτενές: λέξη/όνομα/ποστ ~. Πβ. μακρινάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρικός σιδηρόδρομος & (προφ.) ηλεκτρικός (κ. με κεφαλ. Η): o αστικός σιδηρόδρομος που συνδέει τον Πειραιά με την Κηφισιά· συνεκδ. κάθε σταθμός του: η γραμμή/τα δρομολόγια του ~ού (ου). Ανταπόκριση με τον ~ό (~ο). Παίρνω/χρησιμοποιώ τον ~ό. Πβ. ΗΣΑΠ.|| Θα συναντηθούμε έξω από τον ~ό. [< γαλλ. locomotive électrique, αγγλ. electric locomotive] , μητροπολιτικός σιδηρόδρομος (επίσ.): μετρό., οδοντωτός σιδηρόδρομος βλ. οδοντωτός, υπόγειος σιδηρόδρομος βλ. υπόγειος [< γαλλ. chemin de fer, γερμ. Eisenbahn]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.