μητρώο [μητρῷο] μη-τρώ-ο ουσ. (ουδ.): επίσημος κατάλογος, κυρ. προσώπων με κοινή ιδιότητα· κατ' επέκτ. η δημόσια Αρχή, η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την κατάρτιση, ενημέρωση ή και τήρησή του: γενικό/δημόσιο/εθνικό/ειδικό/ελληνικό/εμπορικό/ευρωπαϊκό/ηλεκτρονικό ~. ~ αγροτών/ανέργων/ανώνυμων εταιρειών/αξιολογητών/ασθενών/εκπαιδευτών/επιχειρήσεων/εργαζομένων/εργοδοτών/κοινωνικής ασφάλισης/µαθητών/μελών/πάγιων περιουσιακών στοιχείων/προπονητών/συμβούλων/συνταξιούχων/φοιτητών. Αριθμός/αρχεία/εκκαθάριση/συγκρότηση/σύνταξη ~ου. Απογραφή/εγγραφή στο ~ (π.χ. ασφαλισμένων). Διαγραφή από ένα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ποινικό μητρώο: στο οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί, οι αξιόποινες πράξεις τους και οι αντίστοιχες ποινές· το σχετικό αντίγραφο: βεβαρημένο/λερωμένο ~ ~. Καθαρό/λευκό ~ ~ (: όταν δεν έχει καταδικαστεί κάποιος). Αντίγραφο/απόσπασμα/πιστοποιητικό ~ού ~ου. [< γερμ. Strafregister] , στρατολογικό μητρώο: ΣΤΡΑΤ. στο οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτες από τα στρατολογικά γραφεία., φορολογικό μητρώο: στο οποίο εγγράφονται οι φορολογούμενοι πολίτες από τις κατά τόπους εφορίες: αριθμός ~ού ~ου (ακρ. ΑΦΜ)., μητρώο αρρένων βλ. άρρην ● ΦΡ.: Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών: μαθητολόγιο. [< αρχ. Μητρῷον, γαλλ. matricule]
άρρην
άρρην, ην, εν [ἄρρην] άρ-ρην επίθ. {άρρ-ενος, -ενα | -ενες (ουδ. -ενα), -ένων} (επίσ.): αρσενικός, ανδρικός: ~ην: απόγονος/πληθυσμός. ~εν: τέκνο. ~ενες: πολίτες.|| (ως ουσ., παρωχ., άνδρας, αγόρι) Σχολείο ~ένων (= αρρεναγωγείο). ΑΝΤ. θήλυς ● ΣΥΜΠΛ.: μητρώο αρρένων: δημοτικός κατάλογος στον οποίο εγγράφεται κάθε άρρεν νέο μέλος οικογένειας, με τη ληξιαρχική πράξη γέννησής του. Βλ. δημοτολόγιο. ● βλ. άρρεν [< αρχ. ἄρρην]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.