Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μισοάδειος , α, ο μι-σο-ά-δειος επίθ.: που είναι άδειος κατά το ήμισυ, κατά το ένα δεύτερο: ~ος: κάδος. ~α: αίθουσα. ~ο: μπουκάλι. ~ες: εξέδρες. ~α: λεωφορεία. Πβ. μισογεμάτος. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι

ποτήρι

ποτήριπο-τή-ρι ουσ. (ουδ.) {ποτηρ-ιού}: μικρό δοχείο από το οποίο πίνει κάποιος· συνεκδ. το περιεχόμενό του ή/και η αντίστοιχη ποσότητα: γυάλινο/κρυστάλλινο ~. Κολονάτο/κοντό/χαμηλό/ψηλό ~. ~ σωλήνας. ~ (του) κοκτέιλ/κονιάκ/κρασιού (= κρασοπότηρο)/νερού (= νεροπότηρο)/ούζου/ουίσκι/φραπέ. ~ (της) μπίρας/σαμπάνιας. Ο πάτος/το πόδι/τα χείλη του ~ιού. ~ γευσιγνωσίας/παγωτού. ~ια μιας χρήσης (: πλαστικά ή χάρτινα). ~ (από) φελιζόλ. Σετ ~ια. Γυαλίζω/καθαρίζω/πλένω/σκουπίζω το ~. Έσπασε/ράγισε το ~. Γέμισε το ~ (με) χυμό. Τσούγκρισαν τα ~ια τους. Βλ. κούπα, κύπελλο, δισκο-, ρακο-πότηρο.|| Άδειασε/κατέβασε το ~ (= ποτό) του.|| (σε συνταγές) Βάζετε/προσθέτετε ένα/μισό ~ αλεύρι/γάλα/ζάχαρη. Βλ. μεζούρα, φλιτζάνι.|| (ΧΗΜ.) ~ ζέσης. Βλ. -τήρι. ● Υποκ.: ποτηράκι (το): ~ (του) λικέρ/τσαγιού.|| Πίνουν πού και πού κανένα ~ (ενν. κρασί ή άλλο αλκοολούχο ποτό).|| (σε συνταγές) Ρίχνετε ένα ~ λάδι (βλ. φλιτζανάκι). ● Μεγεθ.: ποτήρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γερό ποτήρι (προφ.): άτομο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, συνήθ. χωρίς να μεθά εύκολα: Είναι ~ ~. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα από την αρνητική τους πλευρά., να το(ν)/την πιεις στο ποτήρι (μτφ.-προφ.): για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο, ελκυστικό ή συναρπαστικό: Μια κούκλα, να την ~ ~!|| Μια θάλασσα να την ~ ~!, πίνω το πικρό ποτήρι & (σπάν.) (κατα)πίνω/παίρνω το πικρό χάπι (μτφ.-προφ.): υφίσταμαι ψυχική δοκιμασία, στενοχωριέμαι πολύ: Ήπιε ~ ~ της απόρριψης. Ήπιαν αδιαμαρτύρητα ~ ~., σηκώνω/υψώνω το ποτήρι: κάνω πρόποση: Ύψωσε ~ του στην υγεία των παρευρισκοµένων., (ούτε) ένα ποτήρι νερό βλ. νερό, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, ξεχείλισε το ποτήρι βλ. ξεχειλίζω, τρικυμία εν ποτηρίω βλ. τρικυμία [< μεσν. ποτήρι(ν) < αρχ. ποτήριον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.