Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μισογεμάτος , η, ο [μισογεμᾶτος] μι-σο-γε-μά-τος επίθ.: που είναι γεμάτος ως τη μέση ή που δεν είναι εντελώς γεμάτος: ~ο: δοχείο/γήπεδο. Πβ. μισοάδειος. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο (μτφ.): είμαι αισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.