Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • μοίρα [μοῖρα] μοί-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ανώτερη ή υπερφυσική δύναμη που θεωρείται ότι έχει προδιαγράψει και καθορίσει το μέλλον κάθε ανθρώπου και συνεκδ. αυτό που έχει ορίσει για τον καθένα: άδικη/ανθρώπινη/βαριά/κακή/καλή/μαύρη/προδιαγεγραμμένη/σκληρή/τραγική ~. Δέσμιος/έρμαιο/θύμα/χτυπήματα της ~ας. Ακολουθώ/δέχομαι/δημιουργώ/διαμορφώνω τη ~ μου. Υπομένει αδιαμαρτύρητα/καρτερικά/στωικά τη ~ του. Υποτάχθηκε στη ~ του. Είναι (γραμμένο/γραφτό) στη ~ /της ~ας να ... (: συνήθ. για κάτι κακό). Η ~ αποφάσισε/το θέλησε να ... Λέω τη ~ (: προβλέπω το μέλλον). Ποιος ξέρει τι επιφυλάσσει η ~! Πβ. τυχερό.|| (ΜΥΘ.) Οι τρεις ~ες.|| (κατ' επέκτ.) Η ~ ενός έθνους/ενός έργου (: εξέλιξη, τύχη). ΣΥΝ. ειμαρμένη, πεπρωμένο 2. ΣΤΡΑΤ. ομάδα οχημάτων, αρμάτων, πυροβόλων, πλοίων ή αεροσκαφών που έχει οργανωθεί σε ένοπλη δύναμη και η ονομασία της μονάδας όπου βρίσκεται: αεροπορική/ελληνική/ναυτική/πολεμική ~. ~ αναχαίτισης/πυροβολικού. ~ ΓΕΑ/Μεταφορών/Ναυτικής Συνεργασίας/Παντός Καιρού. Παρουσιάζομαι στη ~. 3. ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο: ίση ~. 4. ΑΝΑΤ. τμήμα οργάνου του σώματος που διαφοροποιείται (ανατομικά ή/και λειτουργικά) από τα υπόλοιπα μέρη του οργάνου αυτού: αυχενική/ενδοκρινής/εξωκρινής/θωρακική/οσφυϊκή/προστατική ~. Άνω/κάτω ~. Μυελώδης/φλοιώδης ~ επινεφριδίων. ~ της ουρήθρας. 5. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης των γωνιών και των τόξων του κύκλου, ίση με το 1/360 της περιφέρειάς του (σύμβ. ° ): ~ γεωγραφικού μήκους/πλάτους. Η ορθή γωνία έχει ενενήντα ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: νόμιμη μοίρα: ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο που δικαιούται o νόμιμος κληρονόμος ανεξάρτητα από την επιθυμία του κληρονομούμενου, ίσο με το μισό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, όταν δεν υπάρχει διαθήκη: ~ ~ ανιόντων/γονέων/κατιόντων/τέκνων. ● ΦΡ.: κλαίω τη μοίρα μου (προφ.): αντιμετωπίζω μοιρολατρικά, και συνήθ. με παράπονα, μια δυσάρεστη κατάσταση: Αντί να κάθεσαι (με σταυρωμένα τα χέρια) και να κλαις ~ σου, κοίτα να βρεις μια λύση! Πβ. μεμψιμοιρώ., παιχνίδι της μοίρας (μτφ.): για τα απρόβλεπτα που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων: Ένα παράξενο/περίεργο ~ ~ τούς έφερε ξανά κοντά.|| Η μοίρα τούς έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι., σε ανώτερη/ήσσονα/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι): σε περιπτώσεις σύγκρισης της θέσης ή της κατάστασης προσώπου ή πράγματος με κάποιο(ν) άλλο: Βρίσκομαι/είμαι ~ ~., σε δεύτερη μοίρα: για κάτι που θεωρείται λιγότερο σημαντικό, σε σχέση με κάτι άλλο: Βάζω (κάποιον/κάτι) ~ ~. Έχει αφοσιωθεί στη δουλειά του κι άφησε την οικογένειά του/προσωπική του ζωή ~ ~., το έχει/το 'χει η μοίρα μου: για κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο, που μου συμβαίνει συνεχώς: ~ ~ να μου πηγαίνουν όλα ανάποδα., (κάνω) στροφή 180 μοιρών βλ. στροφή, ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, όπου φτωχός κι η μοίρα του βλ. φτωχός, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία [< 1,3: αρχ. μοῖρα 2: μτγν. ~, γαλλ. escadron 5: γαλλ. degré]
  • μοιράδι μοι-ρά-δι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-λογοτ.): μερίδιο, μερτικό. [< μεσν. μοιράδι]
  • μοιράζω μοι-ρά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μοίρα-σα, -σει, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, μοιράζ-οντας, -όμενος} 1. χωρίζω, διαιρώ κάτι σε ίσα συνήθ. μέρη: ~ (ακριβο)δίκαια/σε μερίδες/στη μέση/στα τρία. ~σαν τα κέρδη/την περιουσία/το ποσό. Ο γυμναστής ~σε τους μαθητές σε τέσσερις ομάδες.|| (μτφ.) ~ τον χρόνο μου ανάμεσα σε δύο πόλεις. Οι πιθανότητες για νίκη είναι ~σμένες (: μισές για κάθε ομάδα). ~ομαι/είμαι ~σμένος (= διχασμένος) ανάμεσα σε δύο επιλογές. 2. διανέμω: ~ δώρα/παιχνίδια στα παιδιά. ~σαν είδη πρώτης ανάγκης/κουβέρτες/τρόφιμα στους σεισμόπληκτους. ~ δωρεάν εισιτήρια/τα θέματα στους υποψηφίους. Το πολιτικό κόμμα ~σε έντυπα και προκηρύξεις. ~στηκαν (ενημερωτικά) φυλλάδια στους πολίτες. Ο ιερέας ~σε το αντίδωρο. Πβ. δια~. 3. (συνήθ. ειρων.) σκορπίζω, δίνω με αφθονία: ~ει διαταγές/ελπίδες/υποσχέσεις/φιλιά/χρήματα (στους φτωχούς). Μοίραζε αυτόγραφα από δω κι από κει/δεξιά κι αριστερά. Το νέο τυχερό παιχνίδι ~ει εκατομμύρια! ● Παθ.: μοιράζομαι 1. παίρνω μερίδιο, χρησιμοποιώ ή συμμετέχω σε κάτι μαζί με κάποιον: Το βραβείο/τον έπαινο ~στηκαν οι ισοβαθμήσαντες. Οι παίκτες ~στηκαν μεγάλο πριμ για τη νίκη τους. ~ονται το (ίδιο) αυτοκίνητο/δωμάτιο/κρεβάτι (: κοιμούνται μαζί)/σπίτι. Με τη σύζυγό μου ~όμαστε τις δουλειές του σπιτιού. ~στήκαμε τα έξοδα του ταξιδιού. ~σμένες: ευθύνες. 2. εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι ή γενικότ. βιώνω κάτι, συνήθ. συναίσθημα, μαζί με κάποιον, συμμερίζομαι: ~ τις ανησυχίες/τη λύπη/ένα μυστικό/τους προβληματισμούς/τις σκέψεις/τη χαρά μου. Θέλω να ~στώ μαζί σου ένα ευτυχές νέο! ● ΦΡ.: δεν έχω τίποτα να μοιράσω μαζί σου/με κάποιον/δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε: δεν υπάρχει καμία διαφορά ή κανένας λόγος για διαφωνία, προστριβή., μοιράζω τη διαφορά (σπάν.-προφ.): βρίσκω τη μέση λύση σε διαφωνία, διένεξη., δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα βλ. γάιδαρος, μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. χαρτί, μοιράζω το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη βλ. λύπη, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά βλ. χαρά [< μεσν. μοιράζω]
  • μοιραίος , α, ο [μοιραῖος] μοι-ραί-ος επίθ. 1. καταστροφικός, ολέθριος ή θανάσιμος: ~ος: έρωτας/συνδυασμός αλκοόλ και ναρκωτικών. ~α: απόφαση/βλάβη/βουτιά/διαδρομή/κίνηση/νύχτα/πράξη/πτήση/σύγκρουση/σχέση/ώρα. ~ο: ατύχημα/λάθος/πάθος/περιστατικό/πλήγμα/σφάλμα/τέλος (= θάνατος). ~ες: επιπτώσεις/συνέπειες. Το δυστύχημα/χτύπημα απέβη/αποδείχτηκε ~ο. Στάθηκε ~ παίκτης, καθώς αστόχησε σε εκτέλεση πέναλτι. 2. προκαθορισμένος από τη μοίρα ή αναπόφευκτος: ~α: εξέλιξη/κατάληξη/πορεία/στιγμή/σύμπτωση. ~ο: αποτέλεσμα. Ήταν ~ο να βρεθούν/γνωριστούν/συναντηθούν/χωρίσουν. Πβ. αναπόδραστος, τελειωτικός. 3. γοητευτικός, σαγηνευτικός: ~α: έλξη. ~ο: βλέμμα. ● Ουσ.: μοιραίο (το): ο θάνατος και γενικότ. κάθε δυσάρεστο ή αναπόφευκτο γεγονός: Ο τραυματίας δεν απέφυγε το/υπέκυψε στο ~ (= πέθανε). Έγινε/επήλθε/συνέβη το ~. Πβ. τέλος. ● επίρρ.: μοιραία & (λόγ.) -ως ● ΣΥΜΠΛ.: μοιραία γυναίκα βλ. γυναίκα [< μτγν. μοιραῖος, γαλλ. fatal]
  • μοίραρχος μοί-ραρ-χος ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. διοικητής αεροπορικής μοίρας. Βλ. -αρχος. 2. (παλαιότ.) αξιωματικός της Χωροφυλακής· αντιστοιχεί στον αστυνόμο Β' της σημερινής Ελληνικής Αστυνομίας. Βλ. ανθυπο~.
  • μοιρασιά μοι-ρα-σιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): χωρισμός ενός όλου σε επιμέρους τμήματα, μερίδια: άδικη/άνιση/δίκαιη/ίση/τίμια ~. ~ των αγαθών/των κερδών/του πλούτου. Η ώρα της ~ιάς. Δεν τα βρήκαν/συμφώνησαν στη ~. Δεν συμμετέχει στη ~. Τον έριξαν στη ~.|| (μτφ.) Το τραπέζι της ~ιάς. Έμειναν έξω από το παιχνίδι της ~ιάς. ΣΥΝ. μοίρασμα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: μοίρασμα/μοιρασιά της πίτας βλ. πίτα [< μεσν. μοιρασία]
  • μοίρασμα μοί-ρα-σμα ουσ. (ουδ.) {μοιράσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μοιρασιά: ~ της εξουσίας/της εργασίας/της λείας/της περιουσίας/του πλούτου/των πόρων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/σύνδεσης στο ίντερνετ (: κοινή χρήση από πολλούς χρήστες)/χρόνου. 2. διανομή: ~ δώρων/έντυπου υλικού/προκηρύξεων/φυλλαδίων. ~ της τράπουλας/των χαρτιών (βλ. μοιράζω).|| ~ ρόλων. 3. (μτφ.) βίωση, συμμετοχή, ανάληψη από κοινού: ~ εμπειριών/συναισθημάτων. ~ των ευθυνών/των υποχρεώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: μοίρασμα/μοιρασιά της πίτας βλ. πίτα [< μεσν. μοίρασμα, αγγλ. sharing]

ακολουθώ

ακολουθώ [ἀκολουθῶ] α-κο-λου-θώ ρ. (μτβ. κ. σπάν. αμτβ.) {ακολουθ-είς κ. -άς ...| ακολούθ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ώντας} & (προφ.) ακολουθάω 1. κινούμαι πίσω από κάποιον ή πηγαίνω μαζί του, τον συνοδεύω: ~ τον ξεναγό. Το σκυλί με ~ούσε (: με είχε πάρει από πίσω). Άρχισε να προχωρεί κι ο φίλος του τον ~ησε. Ακολουθήστε (εσφαλμ. ακολουθείστε) με (= ελάτε μαζί μου)! ~ήστε το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Βλ. παρ~.|| ~ από κοντά. Τον ~εί σε όλες του τις εκδηλώσεις. Η οικογένειά του τον ~ούσε παντού.|| Οι ενοχές/οι τύψεις τον ~ούσαν (πβ. κατα-διώκω, -τρύχει). Τα λάθη μας μάς ~ούν (: υφιστάμεθα τις συνέπειές τους). Βλ. προηγούμαι. 2. βρίσκομαι ή έρχομαι (χρονικά, τοπικά, σε σειρά) ύστερα από κάτι ή κάποιον, εμφανίζομαι ως συμπλήρωμα ή συνέπεια: ~εί πολιτική διαφήμιση. Στο διάγραμμα/κείμενο/στη σελίδα που ~εί, παρουσιάζεται ... Στο πρωτάθλημα κυριαρχεί ο ... και ~ούν οι ... Στους αιώνες/στα χρόνια που ~ησαν ... (Μετά τα εγκαίνια) θα ~ήσει δεξίωση/συζήτηση. Τις καταρρακτώδεις βροχές ~εί (= διαδέχεται) η διάβρωση του εδάφους. Τις εκρήξεις ~ησε πανικός. Μετά την οικονομική κρίση ~ησε (= επακολούθησε, επήλθε) ανάκαμψη. ~είται η ίδια διαδικασία. Η δήλωσή του ~ήθηκε (: συνοδεύτηκε) από κραυγές ενθουσιασμού. Πβ. συν~. ΣΥΝ. έπομαι 3. κινούμαι προς ορισμένη κατεύθυνση, ασχολούμαι με κάποιο επάγγελμα ή δραστηριότητα: ~ το μονοπάτι. ~ησε τα ίχνη του δραπέτη. Η πομπή ~ούσε τη διαδρομή ...|| (μτφ.) ~ησε τον δρόμο της προόδου. Οι δείκτες ~ησαν ανοδική/καλπάζουσα/φθίνουσα πορεία.|| ~ησε θεωρητικές/τεχνολογικές σπουδές. ~ησε πανεπιστημιακή καριέρα/το επάγγελμα του πατέρα του/τη νομική επιστήμη. 4. (μτφ.) σκέφτομαι ή ενεργώ σύμφωνα με κάτι, τηρώ, εφαρμόζω: ~ μια λύση/μια μέθοδο/τη μόδα/τον νόμο/τις οδηγίες (πβ. εκτελώ)/την παράδοση/την πεπατημένη/μια πολιτική/ένα πρόγραμμα/τις συστάσεις (πβ. συμμορφώνομαι, υπακούω)/μια τακτική. ~ τη γνώμη/τη γραμμή/το παράδειγμα/ένα πρότυπο (πβ. μιμούμαι)/τη συμβουλή κάποιου. ~ μια στάση/έναν τρόπο ζωής. ~εί το ένστικτό του/τη φωνή της καρδιάς/της συνείδησής του. ~ησε τα όνειρά σου! Ο κόσμος ~εί τους χαρισματικούς ηγέτες (: τους αποδέχεται ως αρχηγούς). ~ησε δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά/την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ποιες διατροφικές συνήθειες ~είτε; ~ήθηκε εξατομικευμένη θεραπεία/η συνήθης διαδικασία. Βλ. εξ~. ● ΦΡ.: ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου: παθαίνει τα ίδια με κάποιον: Ο τόπος ~ησε ~ της υπόλοιπης περιοχής (: σε περιπτώσεις ξένης κατοχής)., ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο: πέθανε και ο ίδιος ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα: Ένα μήνα αργότερα ~ τη γυναίκα του ~., ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια: παρατηρώ κάποιον, κάτι που μετακινείται: Τον ακολούθησε ~, ώσπου εκείνος χάθηκε στην ομίχλη. [< γερμ. jemandem mit den Augen folgen] , ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα βλ. βήμα, ακολουθώ κατά πόδας βλ. πους, ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια βλ. βήμα [< αρχ. ἀκολουθῶ, αγγλ. follow, γαλλ. suivre, γερμ. folgen]

άξιος

άξιος, α, ο [ἄξιος] ά-ξι-ος επίθ.: που είναι σε θέση να κάνει κάτι καλά, σωστά, λόγω ικανοτήτων ή προσόντων· ικανός, κατάλληλος: (για πρόσ.) ~ος: άνθρωπος/αντικαταστάτης (ποδοσφαιριστή)/αντίπαλος/απόγονος/διάδοχος/εκπρόσωπος/ηγέτης/πρωταθλητής/συνεχιστής (της παράδοσης). ~α: σύζυγος. ~ο: κορίτσι (= προκομμένο). ~οι: επιστήμονες/συνάδελφοι. Δεν είναι ~ (= είναι ανίκανος) να φέρει σε πέρας μια τόσο σημαντική αποστολή. Κανένας δεν βρέθηκε/κρίθηκε/στάθηκε ~ να ... Είναι ~ για/προς μίμηση (= αξιομίμητος). Είναι ~ της εμπιστοσύνης μου/επαίνου/θαυμασμού/προαγωγής/σεβασμού/συγχαρητηρίων (= του αξίζουν, αρμόζουν, ταιριάζουν)/(μεγάλης) τιμής. Έχει κοντά της καλούς και ~ους συνεργάτες. Βλ. αντ~, επ~, ισ~, παν~, υπερ~.|| Γεγονός/έργο ~ο αναφοράς/μνείας/προσοχής/σχολιασμού. ΑΝΤ. ανάξιος (1) ● επίρρ.: άξια & (λόγ.) αξίως ● ΦΡ.: Άξιον Εστί: ΕΚΚΛΗΣ. θεοτοκίο που ψάλλεται κατά τη Θεία Λειτουργία· συνήθ. κατ' επέκτ. ονομασία συγκεκριμένης εικόνας της Θεοτόκου., άξιος λόγου: αξιόλογος: ~ο ~ γεγονός. Δεν θεωρώ το ζήτημα ~ο ~. ΑΝΤ. ανάξιος λόγου, άξιος! άξιος! (επιφών.): για δήλωση επιδοκιμασίας από το εκκλησίασμα, συνήθ. κατά τη χειροτονία κληρικού. ΑΝΤ. ανάξιος! ανάξιος!, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου: είμαι υπεύθυνος για ό,τι μου συμβεί, για τη δυσάρεστη συνήθ. θέση στην οποία βρίσκομαι: Αν χάσεις μια τόσο σημαντική ευκαιρία, είσαι ~α ~ σου., πάντα άξιος! (ευχετ.): σε άτομο που γίνεται νονός, κουμπάρος ή αναλαμβάνει κάποιο αξίωμα., άξιος ο μισθός (κάποιου) βλ. μισθός [< αρχ. ἄξιος]

-αρχος

-αρχος {-άρχου (σπανιότ.) -αρχου} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. τον διοικητή, τον επικεφαλής: (ως αξίωμα:) μοίρ~/ναύ~/πλοί~/φύλ~.|| Δήμ~. 2. τον προϊστάμενο υπηρεσίας: ληξί~.

γάιδαρος

γάιδαρος γάι-δα-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άρου | θηλ. γαϊδούρα} 1. ΖΩΟΛ. θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus asinus) με μεγάλα αυτιά και γκρίζο συνήθ. τρίχωμα, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το άλογο: γκάρισμα/σαμάρι ~ου.|| Έχει αυτιά σαν του ~ου. Υπομονή ~ου. Ήταν φορτωμένος σαν ~. Δούλευε σαν ~ (βλ. σαν το σκυλί). Βλ. όναγρος, υποζύγιο. ΣΥΝ. γαϊδούρι (1), όνος 2. (μτφ.-υβριστ.) αναίσθητος, αγενής ή αχάριστος άνθρωπος: Είσαι (μεγάλος) ~! Ντροπή σου, ~ε! 3. (μειωτ.) νεαρός άντρας ο οποίος συμπεριφέρεται με τρόπο ανώριμο, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ηλικίας του: Τριάντα χρονών ~ και ακόμη τον συντηρούν οι γονείς του. ● Υποκ.: γαϊδαράκος & γαϊδουράκος (ο) ● ΦΡ.: γάιδαρος με περικεφαλαία (υβριστ.-επιτατ.): πολύ αναίσθητος ή/και αγενής άνθρωπος. ΣΥΝ. γαϊδούρι/μουλάρι ξεσαμάρωτο/ξεκαπίστρωτο/ξέστρωτο, δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να κάνει κάτι απλό, είναι εντελώς ανίκανος, άχρηστος., έδεσε/έχει δεμένο το(ν) γάιδαρό του (προφ.): εξασφαλίστηκε, τακτοποιήθηκε, έχει βολευτεί και εφησυχάζει: Τι ανάγκη έχει; ~ ~! Παντρεύτηκε και νομίζει ότι έδεσε τον γάιδαρό της. Πβ. επαναπαύομαι., είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποδίδει σε άλλον αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον ίδιο. Πβ. βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με., κατά φωνή κι ο γάιδαρος (προφ.): όταν κάποιος εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που μιλούν για αυτόν, πάνω στην ώρα., πετάει ο γάιδαρος; πετάει! (προφ.): όταν κάποιος δέχεται μια άποψη ή κατάσταση, ακόμα και αν είναι απίστευτη ή παράλογη, συνήθ. λόγω πίεσης ή συμφέροντος., φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά & φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι, στην ουρά θα κολλήσουμε/μείνουμε/σταθούμε; (παροιμ.): ως προτροπή σε κάποιον να μην εγκαταλείψει μια δύσκολη και κοπιαστική προσπάθεια τη στιγμή που φτάνει στο τέλος της., φταίει ο γάιδαρος και χτυπάει/βαράει/δέρνει το σαμάρι (παροιμ.): για εσφαλμένη απόδοση ευθυνών, συνήθ. επειδή δεν γίνεται να τιμωρηθεί ο πραγματικός υπαίτιος., (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (σιγά) μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου/του ποντικού βλ. ουρά, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα βλ. αχυρώνας, σαν τον γάιδαρο του Χότζα βλ. χότζας, σκάω (και) γάιδαρο βλ. σκάω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. γάιδαρος]

γυναίκα

γυναίκα γυ-ναί-κα ουσ. (θηλ.) {γυναικ-ών} 1. θηλυκό ενήλικο άτομο (σε αντιδιαστολή με τον άνδρα, το παιδί ή την έφηβη): ακαταμάχητη/ανεξάρτητη/απελευθερωμένη/γοητευτική/δυναμική/ελκυστική/εντυπωσιακή/εργαζόμενη/ευαίσθητη/ηλικιωμένη (πβ. γριά)/καλοντυμένη/κομψή/μυστηριώδης/νεαρή/ομοφυλόφιλη (βλ. λεσβία)/προκλητική/ψυχρή/ωραία (πβ. θεά, κούκλα)/ώριμη ~. Ανύπαντρη/διαζευγμένη (βλ. ζωντοχήρα)/παντρεμένη ~. Φύλο: ~ (πβ. θήλυ). Δικαιώματα/χειραφέτηση (βλ. φεμινισμός)/ψυχολογία (της) ~ας. Η αναπαραγωγική ζωή (βλ. εμμηνόρροια, εγκυμοσύνη, μητρότητα)/το γεννητικό σύστημα (βλ. γυναικολογία) της ~ας. Η σύγχρονη ~. Η ~ (ως) αντικείμενο/σκεύος ηδονής. Η θέση της ~ας στην κοινωνία. Κακοποιημένες ~ες. Ανεργία/απασχόληση (βλ. ισότητα)/υποτίμηση (βλ. μισογυνισμός, φαλλοκρατία) των ~ών. Η παγκόσμια ημέρα της ~ας (8 Μαρτίου). Έγινε κοτζάμ/ολόκληρη/σωστή ~ (: για κορίτσι ή έφηβη). Βλ. κοπέλα.|| Eύκολη ~. ~ ελευθέρων ηθών.|| (για δήλωση επαγγέλματος, όταν δεν υπάρχει ο αντίστοιχος τύπος στο θηλυκό:) ~ αστροναύτης/πιλότος. || ~ ηγέτης (σπανιότ.) ηγέτιδα. Βλ. αντρο~, ασθενές φύλο, παλιο~, ποδόγυρος. 2. (ειδικότ.) αυτή που έχει τα στοιχεία της εμφάνισης και της συμπεριφοράς, τα οποία, σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα, χαρακτηρίζουν ένα θηλυκό ενήλικο πρόσωπο: ιδανική/πραγματική/τέλεια ~. Η απόλυτη ~. Είναι πολύ ~ (: έχει έντονη θηλυκότητα). ~-ηφαίστειο (: πολύ θερμή, εκρηκτική· ΑΝΤ. παγοκολόνα). ~ με όλη τη σημασία της λέξης. Η ~ των ονείρων μου.|| ~ -αράχνη/μυστήριο/τρόπαιο. 3. (προφ.) σύζυγος ή σύντροφος: ένας άνδρας και η ~ του (βλ. ανδρόγυνο). Η δεύτερη (: από δεύτερο γάμο)/πρώην ~ του. Η ~ του αδελφού μου (βλ. νύφη)/του πατέρα μου (βλ. μητριά). Ήρθε με τη ~ του. Από 'δω η ~ μου (= να σας συστήσω τη ~ μου). Αποφάσισε να την κάνει ~ του/να την πάρει (για) ~ του (: να την παντρευτεί). Του την έδωσαν για ~. Βρήκε τη/είναι η ~ της ζωής του. Πβ. το έτερον ήμισυ, κυρία, συμβία. Βλ. γκόμενα, ερωμένη, φιλενάδα. 4. (προφ.) αυτή που αναλαμβάνει επί πληρωμή οικιακές εργασίες, τη φύλαξη παιδιών ή τη φροντίδα ηλικιωμένων: Βάζω/έχω ~. Παίρνει/πληρώνει ~ δύο φορές την εβδομάδα, για να της καθαρίσει το σπίτι/να της κρατήσει το παιδί. Πβ. καθαρίστρια, μπέιμπι σίτερ, οικιακή βοηθός. Βλ. οικονόμος.Γυναίκες (οι): ΑΘΛ. η ανώτερη ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητριών: Εθνική ~ών. ● Υποκ.: γυναικάκι (το) 1. & (σπάν.) γυναικάριο (μειωτ., συνήθ. από άντρα) για χαμηλού επιπέδου γυναίκα, χωρίς ενδιαφέρον. 2. (λαϊκό) όμορφη και συνήθ. μικροκαμωμένη κοπέλα ή σύντροφος: ωραία ~ια.|| (οικ.) Πάρε το ~ σου και έλα., γυναικούλα (η) 1. (μειωτ.) γυναίκα μικροπρεπής ή και χωρίς προσωπικότητα: Είναι πολύ ~. Βλ. κατίνα, κουτσομπόλα. 2. (χαϊδευτ.) σύζυγος ή σύντροφος: αγαπημένη/καλή μου ~. ● Μεγεθ.: γυναικάρα (η) & (σπάν.) γυναίκαρος (ο) (προφ.): εντυπωσιακά ωραία και συνήθ. ψηλή γυναίκα: ~ με τα όλα της. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινή γυναίκα & δημόσια γυναίκα: πόρνη., μοιραία γυναίκα: που είναι πολύ γοητευτική και συχνά αποβαίνει επικίνδυνη, καταστροφική. Πβ. βαμπ. ΣΥΝ. φαμ φατάλ [< γαλλ. femme fatale, 1912] , η αιώνια γυναίκα/το αιώνιο θηλυκό βλ. αιώνιος ● ΦΡ.: η/μια άλλη γυναίκα: (συνήθ. για εξωσυζυγική σχέση) ερωμένη: Γνώρισε μια ~ ~. [< αγγλ. (the) other woman] , ολοκληρώνομαι ως γυναίκα: γίνομαι μητέρα ή γενικότ. έχω ικανοποιήσει τις ανάγκες ή τις επιθυμίες μου ως γυναίκα., σαν γυναικούλα (μτφ.-ειρων.): για άνδρα άτολμο, φοβητσιάρη και μικροπρεπή: Γκρινιάζει/κλαίει/φέρεται ~ ~. Μην κάνεις σαν ~!, (γυναίκα) του δρόμου βλ. δρόμος, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται (τίμια) βλ. καίσαρας [< αρχ. γυνή, μεσν. γυναίκα, γαλλ. femme]

ήλιος

ήλιος [ἥλιος] ή-λιος ουσ. (αρσ.) {-ιου (λόγ.) -ίου} 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Η) μέσος (νάνος) αστέρας, ο πλησιέστερος στη Γη και κέντρο του Ηλιακού Συστήματος, που είναι μια φωτεινή σφαίρα θερμού πλάσματος, αποτελούμενη από υδρογόνο, ήλιο και βαρέα στοιχεία, περίπου 70 συνολικά, στο κέντρο της οποίας γίνονται τεράστιες θερμοπυρηνικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα την παραγωγή μεγάλης ποσότητας ενέργειας, η οποία αποτελεί πηγή ζωής και φωτός για τον πλανήτη μας: ~ και Σελήνη. Οι διαβάσεις/η δομή (: πυρήνας, ζώνη ακτινοβολίας, ζώνη μεταφοράς, φωτό-, χρωμό-σφαιρα, στέμμα)/οι εκλάμψεις/η θερμοκρασία/η περιστροφή του ~ιου. Εκρήξεις/κηλίδες στην επιφάνεια του ~ιου. Βλ. ηλιακός. 2. (συνεκδ.) το συγκεκριμένο ουράνιο σώμα ως προς τη λάμψη, την ακτινοβολία ή/και τη θερμότητα που εκπέμπει: δυνατός/εκτυφλωτικός/καλοκαιρινός/καυτός/λαμπρός/μεσημεριανός ~. ~ και φεγγάρι. Ανατολή/δύση του ~ιου. Γυαλιά/ομπρέλα ~ίου. Ο ~ βγήκε (= ανέτειλε)/κρύφτηκε/μεσουρανεί. Καίει ο ~ (: κάνει πολλή ζέστη)!|| (το φως του ~ιου:) Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει ο/λίγος ~. Με τυφλώνει ο ~.|| (οι ακτίνες του ~ιου:) Προστασία/προφύλαξη από τον ~ιο (= ηλιοπροστασία). Μην κάθεσαι πολλή ώρα στον/κάτω από τον ~ιο (βλ. ηλιοθεραπεία, λιάζομαι)! Κάηκε/μαύρισε από τον ~ιο (βλ. ηλιοκαμένος). Βλ. αντηλιά.|| (μτφ.-οικ., ως προσφών.) ~ιε μου! 3. (συνεκδ.) ηλιόλουστη μέρα, λιακάδα: Έχει ~ιο σήμερα (: καλοκαιρία, είναι χαρά θεού). 4. (συνεκδ.) σχέδιο ή απεικόνιση του άστρου αυτού: ο ~ της Βεργίνας. 5. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα αυτόφωτα αστέρια που συνιστά το κέντρο ηλιακών συστημάτων: οι αμέτρητοι ~ιοι του Σύμπαντος. 6. ΒΟΤ. ηλίανθος. ● ΣΥΜΠΛ.: η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου: η Ιαπωνία., ο Ήλιος της Δικαιοσύνης (πρόφ. Ή-λι-ος) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός. 2. (λογοτ.) η Δικαιοσύνη., έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ο ήλιος του μεσονυκτίου βλ. μεσονύκτιο ● ΦΡ.: δεν έχει στον ήλιο μοίρα & χωρίς στον ήλιο μοίρα (προφ.): βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση· είναι άπορος, άστεγος ή άνεργος, χωρίς κανένα στήριγμα ή περιουσιακό στοιχείο: ορφανά/φτωχοί χωρίς ~ ~. Πβ. δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνη., ήλιος με δόντια (προφ.): ηλιόλουστη μέρα με παγωνιά., μια θέση στον ήλιο: μια δουλειά ή αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης: χιλιάδες υποψήφιοι για ~ ~. Νέοι που διεκδικούν/ζητούν ~ ~. Αγωνίζονται/μάχονται/παλεύουν για ~ ~., το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος: είναι εκτεθειμένο(ς) στον ήλιο ή την ακτινοβολία του: Δωμάτιο/σημείο που το ~ ~ (= ηλιόλουστο).|| (για πρόσ.) Βγες λίγο έξω να σε δει ο ~! (αρνητ. συνυποδ.) Βάλε καπέλο, θα σε χτυπήσει ~!, τον έπιασε ο ήλιος (προφ.): έχει μαυρίσει ή κοκκινίσει από τον ήλιο., είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ηλίου φαεινότερον βλ. φαεινός, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια βλ. ύπνος, ουδέν καινόν υπό τον ήλιον βλ. καινός, ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) βλ. κρυπτός, φρίξον ήλιε! βλ. φρίττω [< αρχ. ἥλιος, γαλλ. soleil, αγγλ. sun, γερμ. Sonne]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

λύπη

λύπη λύ-πη ουσ. (θηλ.) 1. ψυχικός πόνος που προκαλείται από απώλεια ή διάψευση των προσδοκιών: δάκρυα ~ης. ~ και συγκίνηση από τον θάνατο του ... Εξέφρασε τη βαθιά/βαθύτατη ~ του για το δυστύχημα (πβ. οδύνη, συντριβή· βλ. συλλυπητήρια). Συμμερίζομαι τη ~ σου. Δεν μπόρεσε να κρύψει τη ~ του για το αποτέλεσμα (πβ. απογοήτευση, δυσαρέσκεια). Πβ. θλίψη, καημός, μαράζι, στενοχώρια. Βλ. μελαγχολία, πικρία, χαρμο~. ΑΝΤ. χαρά (1) 2. (ειδικότ.) οίκτος, συμπόνια: Δεν νιώθει καμιά ~ για τα προβλήματα των άλλων. Αισθάνομαι ~, βλέποντάς τον σ' αυτή την κατάσταση. Πβ. λύπηση. ● ΦΡ.: με λύπη & (λόγ.) μετά λύπης & προς μεγάλη μου λύπη: συνήθ. όταν πρόκειται να αναγγελθεί κάτι άσχημο, δυσάρεστο: Διαπιστώνω ~ ~ ότι ... Βλ. με πόνο ψυχής., μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη (παροιμ.): η λύπη μετριάζεται, όταν τη μοιράζεται κάποιος με άλλον. Βλ. μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά., της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή [< αρχ. λύπη]

παιχνίδι

παιχνίδι παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) {παιχνιδ-ιού | -ιών} & (σπάν.-προφ.) παιγνίδι 1. αντικείμενο, κατασκευή που απευθύνεται κυρ. σε μικρά παιδιά, με σκοπό τη διασκέδασή τους: εκπαιδευτικά/ηχητικά/μηχανικά/μουσικά/ξύλινα ~ια. Επιτραπέζια ~ια (βλ. γκρινιάρης, μονόπολη, παζλ, σκραμπλ). Απαγόρευση/απόσυρση ~ιού (ως ακατάλληλου). ~ια με μπαταρίες. Φουσκωτά ~ια θαλάσσης. Βιομηχανία/διαφημίσεις/εργοστάσιο/κατάστημα ~ιών. Παίζει με τα ~ια του. Βλ. αεροπλαν-, αλογ-, αυτοκινητ-άκι, κούκλα, μπάλα.|| Τα ~ια της παιδικής χαράς (βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα)/του λούνα παρκ (βλ. καρουσέλ). 2. δραστηριότητα που συνήθ. βασίζεται σε κανόνες, με σκοπό την ψυχαγωγία ή/και την ανάδειξη νικητή, σε περιπτώσεις που απαιτούνται δύο ή περισσότεροι παίκτες: αθλητικό/διασκεδαστικό ~. ~ και μάθηση. Ατομικά/ομαδικά παιδικά (βλ. αμπάριζα, κορόιδο, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, τυφλόμυγα)/επιστημονικά/κοινωνικά/πνευματικά (βλ. αίνιγμα, γρίφος, κουίζ, μπριτζ, σταυρόλεξο) ~ια. ~ λογικής (βλ. σουντόκου)/μνήμης (βλ. γιάντες)/στρατηγικής (βλ. ναυμαχία, ντάμα, σκάκι, τάβλι)/υπαίθρου/φαντασίας. ~ια κονσόλας. Τηλεοπτικό ~ γνώσεων (= τηλε~). Έχασα/κέρδισα στο ~.|| Αντιαθλητικό/τίμιο ~. Το στιλ του ~ιού. Πβ. παίξιμο. || Ερωτικό ~. 3. ΑΘΛ. αγώνας, ματς: δυνατό/εύκολο/συγκλονιστικό ~. Στημένα ~ια. Το ~ της Κυριακής. Οι καλύτερες φάσεις του ~ιού. Αποβλήθηκε/αποχώρησε τραυματισμένος από το ~. Πβ. αναμέτρηση. 4. (μτφ.) κάτι που θεωρείται εξαιρετικά εύκολο: Οι ασκήσεις τού φάνηκαν ~. 5. (μτφ.) πρόσωπο που το κάνει κάποιος ό,τι θέλει ή κάτι που δεν το παίρνει στα σοβαρά: Δεν είμαι ~ στα χέρια σου (πβ. άθυρμα, έρμαιο, μαριονέτα, όργανο, πιόνι, υποχείριο).|| Τα βλέπει όλα σαν ~! 6. (μτφ.) κόλπο, τέχνασμα: βρόμικα/επικίνδυνα/κομματικά/πολιτικά/προεκλογικά/σκοτεινά/ύποπτα ~ια. ~ια συμφερόντων. Τα ~ια της διαδοχής/της εξουσίας/της τύχης (πβ. παιχνίδισμα). ~ νεύρων (πβ. πόλεμος νεύρων). Άρχισαν το ~ της προπαγάνδας. 7. (μτφ.) παιχνίδισμα: τα ~ια του φωτός. ● Υποκ.: παιχνιδάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 4. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά παιχνίδια & (προφ.) ηλεκτρονικά (τα): ΤΕΧΝΟΛ. αυτά που παίζονται με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής· συνεκδ. κατάστημα ή χώρος με τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Πβ. βιντεοπαιχνίδι. [< αγγλ. computer game, 1965, electronic game, περ. 1975] , θεατρικό/δραματικό παιχνίδι: θεατρική δραστηριότητα, συχνά στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, με παιδαγωγικούς σκοπούς: δάσκαλος/εργαστήριο ~ού ~ιού. Διδάσκει ~ ~. Βλ. ψυχόδραμα., παιχνίδι ρόλων στο οποίο οι παίκτες υποδύονται 1. ρόλους στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατάστασης ή σεναρίου, κυρ. για εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους. 2. χαρακτήρες και εμπλέκονται σε φανταστικές περιπέτειες. [< αγγλ. 1: role play 2: role playing game, 1976] , σκληρό παιχνίδι 1. αθλητικός αγώνας που χαρακτηρίζεται από δυναμικό ή/και βίαιο παίξιμο. 2. (μτφ.) παρασκηνιακές, προκλητικές ή υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος κάποιου: Σε ~ ~ εξελίσσεται η εκλογή του νέου προέδρου.|| (κατ' επέκτ.) Η μοίρα/τύχη τού έπαιξε ~ ~ (: του συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο)., τεχνικό παιχνίδι: που σε αυτό παίζει ρόλο κυρ. η διανοητική ικανότητα του παίκτη: Το μπιλιάρδο είναι ~ ~., τυχερά παιχνίδια & παιχνίδια τύχης: που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την τύχη: παιχνίδια της τράπουλας (= χαρτοπαίγνια) και άλλα ~ ~. Μηχανήματα ~ών ~ιών (= παιγνιομηχανήματα). Παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. τζόγος. Βλ. κίνο, λαχείο, λόττο, μπαρμπούτι, μπίνγκο, παπάς, προπό, πρότο, ρουλέτα, φρουτάκια. [< γαλλ. jeux de hasard] , αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανοιχτό παιχνίδι βλ. ανοιχτός, κλειστό παιχνίδι βλ. κλειστός, κονσόλα παιχνιδιών βλ. κονσόλα, παιχνίδι κέντρου βλ. κέντρο ● ΦΡ.: βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι & μπαίνω στο παιχνίδι: προσκαλώ κάποιον ή συμμετέχω ο ίδιος σε παιχνίδι και κατ' επέκτ. δραστηριότητα ή κόλπο: Εκπομπή που βάζει ~ και τους θεατές. Η ομάδα μπήκε δυνατά ~.|| Όταν μπαίνει ~ ο ανταγωνισμός, ξεχνάμε την αλληλεγγύη. Πβ. βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι στο κόλπο, μπαίνω στον χορό., βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι & βγαίνω/είμαι/μένω (έξω) από το παιχνίδι: αποκλείω κάποιον από παιχνίδι και κατ' επέκτ. από δραστηριότητα, κόλπο ή δεν συμμετέχω (πια) σε αυτό: Ο διαιτητής έβγαλε τον παίκτη από ~ ~ (: τον απέβαλε). Όποιος ακουμπήσει την μπάλα βγαίνει από ~ ~.|| (μτφ.) Άφησαν τις μικρές επιχειρήσεις έξω ~ ~. Βγήκε από ~ ~ των εκλογών. Δεν έχω ιδέα· είμαι/έχω μείνει έξω ~ ~., κάνω παιχνίδι (προφ.) 1. ΑΘΛ. εκδηλώνω οργανωμένη επίθεση: ~ει ~ από τα άκρα. Οι αντίπαλοι έπαιξαν πολύ καλά και δεν μας άφησαν να ~ουμε ~. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι και έχω τον έλεγχο σε κάποιον τομέα: Ο επιχειρηματικός κολοσσός που ~ει ~ στη Μέση Ανατολή. 3. (μτφ.) ερωτοτροπώ., μοιράζω το παιχνίδι: οργανώνω δραστηριότητα: (ΑΘΛ.) Παίρνει την πρώτη μπαλιά και ~ει ~.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση επιχειρεί να μοιράσει ~., παίζει διπλό παιχνίδι (μτφ.): συνεργάζεται παρασκηνιακά και με τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Πβ. παίζει σε δύο/διπλό/πολλά ταμπλό., παίζει παιχνίδια (μτφ.-προφ.): μηχανορραφεί, προβαίνει σε δόλιες πράξεις: ~ουν ~ εις βάρος μας/σε βάρος των καταναλωτών. Δεν μπορείτε να ~ετε ~ στην πλάτη της χώρας. Παίζονται περίεργα ~ πίσω από την πλάτη του., παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον (προφ.): εξαπατώ, βλάπτω: Η κλήρωση/η μοίρα/η τύχη τού έπαιξε ~ ~., παίζω το παιχνίδι του (μτφ.-προφ.): με τη στάση μου εξυπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου: Μην παίζεις ~ ~ τους! Αρνούμαι να/δεν θα παίξω ~ ~ τους. Δεν ~ ~ κανενός. ΣΥΝ. παίζω το χαρτί του ... (2), παιχνίδι με τις λέξεις 1. προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού με εκμετάλλευση κυρ. της πολυσημίας των λέξεων. 2. χρήση ομόηχων, πολύσημων λέξεων, αναγραμματισμών για υφολογικούς, παιδαγωγικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς., το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (μτφ.): μεθοδική και αγωνιώδης καταδίωξη μέχρι την τελική εξολόθρευση του πιο αδύναμου: ~ ~ ανάμεσα στην Αστυνομία και τους ληστές., χάνω το παιχνίδι (μτφ.-προφ.): χάνω τον έλεγχο, αποτυγχάνω: Μην αγχωθείς, γιατί το έχασες το ~. Το παιχνίδι έχει χαθεί., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει βλ. γυρίζω, έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι βλ. σώζω, οι κανόνες του παιχνιδιού βλ. κανόνας, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω το παιχνίδι μου βλ. παίζω, παιχνίδι της μοίρας βλ. μοίρα, στο χαμηλό παιχνίδι βλ. χαμηλός, στο ψηλό παιχνίδι βλ. ψηλός, το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει βλ. χοντραίνω [< μεσν. παιγνίδι, γαλλ. jeu, αγγλ. game]

πίτα

πίτα πί-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. ψητό φαγητό ή γλυκό, συνήθ. με φύλλο ζύμης και γέμιση από διάφορα υλικά: σπιτική/χωριάτικη ~. Αλμυρές/ατομικές/γλυκές/νηστίσιμες/παραδοσιακές/χειροποίητες ~ες. ~ με σπανάκι (= σπανακόπιτα)/με τυρί (= τυρόπιτα). Βλ. -πιτα, μπουγάτσα, πεϊνιρλί, πιροσκί, τάρτα. 2. ΜΑΓΕΙΡ. πρόχειρο αρτοσκεύασμα, με πλατύ και στρογγυλό σχήμα, το οποίο ψήνεται και τρώγεται με γέμιση ή ως συνοδευτικό: αλάδωτη/τυλιχτή ~. ~ καλαμάκι/λουκάνικο/μπιφτέκι (βλ. κεμπάπ)/σουβλάκι. Γύρος με ~ (= πιτόγυρο). Αραβικές (: αραβικό ψωμί)/κυπριακές/μεξικάνικες (βλ. μπουρίτο, τορτίγια) ~ες. Βλ. γιαουρτλού, περέκ. 3. ΖΑΧΑΡ. (ειδικότ.) βασιλόπιτα. 4. (μτφ.) καθετί από το οποίο επιδιώκεται ποσοστό, λόγω του οικονομικού κυρ. κέρδους που συνεπάγεται: Μάχη των κομμάτων για την εκλογική ~. Κατέχουν μεγάλο μερίδιο στην ~ της εξουσίας/τηλεθέασης. 5. ΣΤΑΤΙΣΤ. γράφημα με τη μορφή κύκλου χωρισμένου σε τμήματα, που το μέγεθος του καθενός ποικίλλει ανάλογα με το ποσοστό με το οποίο κάθε μέρος συμμετέχει στο σύνολο. Πβ. κυκλικό διάγραμμα. ● Υποκ.: πιτάκι (το): ~ια καλαμποκιού/με κιμά. Τηγανητά ~ια. Βλ. κασερο~, κοτο~, κρεατο~, λουκανικο~, (σπανακο)τυρο~., πιταράκι (το), πιτούλα (η): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: μοίρασμα/μοιρασιά της πίτας: διανομή αγαθών, κερδών ή αρμοδιοτήτων: Έμειναν έξω από τη ~ ~ των μεγάλων έργων. ● ΦΡ.: από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί (παροιμ.): δεν χρειάζεται να ενδιαφέρεσαι για κάτι από το οποίο δεν πρόκειται να έχεις προσωπικό όφελος., γίνομαι/είμαι πίτα (μτφ.-προφ.) 1. χάνω την επαφή με την πραγματικότητα λόγω υπερβολικής μέθης ή χρήσης ναρκωτικών: Έγινε ~ (στο μεθύσι). ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι 2. {στο γ' πρόσ.} ισοπεδώνομαι λόγω σφοδρής σύγκρουσης, καταστρέφομαι ολοσχερώς: Το αυτοκίνητο έγινε ~ (πβ. χαλκομανία). ΣΥΝ. γίνομαι λιώμα (1), και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο (παροιμ.): για πρόσωπο που τα θέλει όλα δικά του, χωρίς απώλειες., κάνει κάτι πίτα: (συνήθ. για οχήματα) το πλακώνει ή συγκρούεται μαζί του και το καταστρέφει ολοσχερώς: Η νταλίκα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο και το έκανε ~., κομμάτι/μερίδιο από την πίτα & (σπάν.) από την τούρτα (μτφ.): ποσοστό, συνήθ. χρηματικό ποσό, που διεκδικεί κάποιος από το μοίρασμα ενός αγαθού: Απέσπασαν/επιθυμούν ~ ~ των επιδοτήσεων. Κέρδισε ~ ~ της αγοράς., πέσε πίτα να σε φάω (παροιμ.): όταν κάποιος περιμένει να γίνει κάτι από μόνο του, χωρίς να καταβάλει ο ίδιος καμία προσπάθεια: Η επιτυχία δεν είναι ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά. , ξαναμοιράζω την πίτα βλ. ξαναμοιράζω [< μεσν. πίτα, πβ. αγγλ. pita (bread), 1946, γαλλ. ~, 1975, ιταλ. ~, 1990 4: αγγλ. pie 5: αγγλ. pie chart, 1922]

στροφή

στροφή στρο-φή ουσ. (θηλ.) 1. μεταβολή κατεύθυνσης, πορείας: ~ του κεφαλιού/του σώματος (ΣΥΝ. γύρισμα, στρίψιμο). Κοφτές ~ές. (συνήθ. για όχημα) Ακτίνα/ταχύτητα ~ής. Ο οδηγός έκανε/πήρε ~ (= έστριψε). Απαγορεύεται η αριστερή/επί τόπου ~ (= ανα~). Βλ. υπερ~, υπο~.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ των ανέμων σε νοτιοδυτικούς. (ΑΘΛ.) Ακυρώθηκε για αντικανονική ~ στο πρόσθιο. (ΙΑΤΡ.) Έσω ~ κνήμης. (ΚΤΗΝ.) ~ στομάχου σε σκύλους (πβ. συ~). 2. (μτφ.) αλλαγή στάσης, τακτικής, προτίμησης, μεταστροφή: άμεση/γενική/δραματική/ιστορική/μαζική/προοδευτική/ριζική/στρατηγική/συνολική ~. ~ προς τα πίσω. Δεξιά/συντηρητική ~ ενός κόμματος. ~ του ενδιαφέροντος/των καταναλωτών στα βιολογικά προϊόντα. Ανάγκη ~ής της κυβερνητικής πολιτικής. Σημείο ~ής (= καμπής) στην ιστορία (πβ. ορόσημο, σταθμός). Έκανε ~ (καριέρας) στο τραγούδι. Οι κλιματικές αλλαγές επιβάλλουν τη ~ προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Βλ. δια~. 3. καμπή δρόμου: ανοιχτή/απότομη/αριστερή/δεξιά/επικίνδυνη/κλειστή (= φουρκέτα)/τυφλή ~. ~ές διαδρομής/πίστας. Ο δρόμος είναι ορεινός, γεμάτος ~ές/με συνεχείς ~ές. Απαγορεύεται η προσπέραση κοντά σε/δεν φρενάρουμε πάνω σε ~. Ζαλίζομαι στις ~ές. Η μοτοσικλέτα έγειρε προς το εσωτερικό της ~ής. Πβ. κούρμπα.|| (μτφ.) Δυο ~ές (: αγωνιστικές) πριν τη λήξη του πρωταθλήματος. 4. περιστροφή· (ειδικότ. στον πληθ.) οι περιστροφές ανά λεπτό που εκτελεί εξάρτημα μηχανήματος ή συσκευής: μισή/πλήρης ~ (βλ. πιρουέτα). Οι ~ές της βίδας (ΣΥΝ. βόλτες). (αργκό) Σηκώθηκε και έριξε τις ~ές του στην πίστα (= χόρεψε).|| Υψηλές/χαμηλές ~ές (λειτουργίας). Ανεμογεννήτρια μεταβλητών ~ών. Αυξάνω/μειώνω/ρυθμίζω τις ~ές/την ταχύτητα των ~ών του ανεμιστήρα. (κυρ. για κινητήρα οχήματος) Μικρός κύκλος ~ής. Μεγάλο εύρος ~ών.|| (παλαιότ.) Δίσκος εβδομήντα οκτώ/σαράντα πέντε ~ών.|| (ΜΑΘ.-ΦΥΣ.) Γωνία ~ής. 5. ΜΕΤΡ. (σε ποίημα ή τραγούδι) σύνολο από δύο ή περισσότερους στίχους με ρυθμική ή και θεματική ενότητα: δίστιχη/τετράστιχη ~. Η πρώτη ~ έχει πλεχτή ομοιοκαταληξία. ● ΣΥΜΠΛ.: Κοπερνίκεια επανάσταση βλ. κοπερνίκειος ● ΦΡ.: (κάνω) στροφή 180 μοιρών (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ριζική μεταβολή, αναθεώρηση: Έκανε ~ ~ και δέχτηκε τον συμβιβασμό., παίρνει στροφές: για μηχάνημα που περιστρέφεται ή γενικότ. που λειτουργεί: Το ανεμιστηράκι αργεί να πάρει ~., παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές (προφ.): σκέφτεται έξυπνα ή αρχίζει να αντιλαμβάνεται: Δεν ~ ~ εύκολα. Ξαφνικά το μυαλό μου πήρε ~ και τα κατάλαβα όλα. Πβ. στροφάρω., ρίχνει (τις) στροφές 1. & ρίχνει (τους) ρυθμούς/την ταχύτητα: (προφ.-μτφ.) πέφτει η απόδοση: Παρά το καλό ξεκίνημα, η ομάδα έχει ρίξει ~ με τρεις συνεχόμενες ήττες. ΑΝΤ. ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς (2) 2. (για μηχάνημα, συσκευή) μειώνει τον αριθμό των στροφών: Στην ανηφόρα ο κινητήρας άρχισε να ~ ~., χάνει στροφές (προφ.) 1. για συσκευή που περιστρέφεται με ταχύτητα μικρότερη της φυσιολογικής ή κατ' επέκτ. δυσλειτουργεί: Το παλιό μου πικάπ έχει αρχίσει να ~ ~. 2. (μτφ.) δεν σκέφτεται γρήγορα, είναι χαζός: Το μυαλό του ~ ~., ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς βλ. ανεβάζω, παίρνω ανάποδες (στροφές) βλ. ανάποδος, παίρνω ανοιχτά τη στροφή βλ. ανοιχτά, περιμένω κάποιον στη γωνία/στροφή βλ. γωνία, στο/με το γύρισμα του αιώνα/στη στροφή του αιώνα βλ. αιώνας [< 1,2,3,5: αρχ. στροφή 4: γαλλ. tour 5: γαλλ.-αγγλ. strophe]

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

φτωχός

φτωχός, ή/ιά, ό φτω-χός επίθ. {φτωχότ-ερος, -ατος} & (λόγ.) πτωχός 1. που δεν έχει αρκετά χρήματα για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών του αναγκών: ~οί: αγρότες/εργαζόμενοι/μεροκαματιάρηδες/μετανάστες. Πέθανε ~. Προέρχεται από ~ή οικογένεια.|| (ως ουσ.) Έρανος για τους ~ούς της ενορίας. Προστάτης των ~ών.|| ~ή: γειτονιά (= φτωχογειτονιά· πβ. φτωχικός). ~ό: κράτος. ~ές: περιοχές/συνοικίες (= φτωχοσυνοικίες)/τάξεις/χώρες. ~ά: λαϊκά στρώματα/νοικοκυριά. Βλ. φιλόπτωχος.|| (μτφ.) ~ερη η Ελλάδα/η τέχνη μετά τον χαμό του ... Πβ. άπορος, ενδεής. ΑΝΤ. εύπορος, πλούσιος (1) 2. (μτφ.) που παρουσιάζει ελλείψεις, ανεπαρκής: ~ή: απόδοση (της ομάδας)/διατροφή/δικαιολογία/μνήμη/σοδειά/συγκομιδή. ~ή: ποιότητα (ζωής). ~ό: λεξιλόγιο/μυαλό/περιβάλλον. ~ές: γνώσεις/επιδόσεις. ~ά: αποτελέσματα (= μηδαμινά)/μέσα (= πενιχρά). Έδαφος ~ό σε ορυκτά. Δίαιτα ~ή σε κορεσμένα λιπαρά/σε νάτριο. Τροφές ~ές σε βιταμίνες. Το ματς ήταν ~ό σε θέαμα. Το γεύμα ήταν πολύ ~ό. Η ταινία είχε ~ό σενάριο. Πβ. ελλιπής.|| Τα λόγια είναι ~ά, για να περιγράψουν αυτό που νιώθω. ΑΝΤ. άφθονος, πλούσιος (2) 3. (μτφ.) που φανερώνει έλλειψη οικονομικών πόρων, ευτελής: ~ό: δώρο/ξενοδοχείο/σπίτι (πβ. φτωχικό). ~ά: ρούχα. Πβ. μίζερος. 4. (συνήθ. σε επιφωνηματικές εκφράσεις ή ερωτήσεις) αξιολύπητος, δύστυχος: ~ή: καρδιά.|| (ως ουσ.) Τι να κάνω/πω ο ~; Βρε τον ~ό, τι έπαθε! Πβ. άμοιρος, έρημος, καημένος, κακομοίρης. ● Υποκ.: φτωχούλης , α, -ικο/-ι, φτωχούτσικος , η, ο ● επίρρ.: φτωχά ● ΣΥΜΠΛ.: φτωχός συγγενής βλ. συγγενής ● ΦΡ.: μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι (ΚΔ) (συχνά ειρων.): για άτομα που αγνοούν πολλά πράγματα ή έχουν χαμηλή νοημοσύνη., όπου φτωχός κι η μοίρα του (παροιμ.): έκφραση που λέγεται όταν μια νέα συμφορά πλήττει κάποιον ήδη δυστυχή: Πρώτα χρεοκόπησε και μετά έχασε το παιδί του· ~ ~. Βλ. ενός κακού μύρια έπονται., θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω [< μεσν. φτωχός < αρχ. πτωχός]

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.