Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μοιράζω μοι-ρά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μοίρα-σα, -σει, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, μοιράζ-οντας, -όμενος} 1. χωρίζω, διαιρώ κάτι σε ίσα συνήθ. μέρη: ~ (ακριβο)δίκαια/σε μερίδες/στη μέση/στα τρία. ~σαν τα κέρδη/την περιουσία/το ποσό. Ο γυμναστής ~σε τους μαθητές σε τέσσερις ομάδες.|| (μτφ.) ~ τον χρόνο μου ανάμεσα σε δύο πόλεις. Οι πιθανότητες για νίκη είναι ~σμένες (: μισές για κάθε ομάδα). ~ομαι/είμαι ~σμένος (= διχασμένος) ανάμεσα σε δύο επιλογές. 2. διανέμω: ~ δώρα/παιχνίδια στα παιδιά. ~σαν είδη πρώτης ανάγκης/κουβέρτες/τρόφιμα στους σεισμόπληκτους. ~ δωρεάν εισιτήρια/τα θέματα στους υποψηφίους. Το πολιτικό κόμμα ~σε έντυπα και προκηρύξεις. ~στηκαν (ενημερωτικά) φυλλάδια στους πολίτες. Ο ιερέας ~σε το αντίδωρο. Πβ. δια~. 3. (συνήθ. ειρων.) σκορπίζω, δίνω με αφθονία: ~ει διαταγές/ελπίδες/υποσχέσεις/φιλιά/χρήματα (στους φτωχούς). Μοίραζε αυτόγραφα από δω κι από κει/δεξιά κι αριστερά. Το νέο τυχερό παιχνίδι ~ει εκατομμύρια! ● Παθ.: μοιράζομαι 1. παίρνω μερίδιο, χρησιμοποιώ ή συμμετέχω σε κάτι μαζί με κάποιον: Το βραβείο/τον έπαινο ~στηκαν οι ισοβαθμήσαντες. Οι παίκτες ~στηκαν μεγάλο πριμ για τη νίκη τους. ~ονται το (ίδιο) αυτοκίνητο/δωμάτιο/κρεβάτι (: κοιμούνται μαζί)/σπίτι. Με τη σύζυγό μου ~όμαστε τις δουλειές του σπιτιού. ~στήκαμε τα έξοδα του ταξιδιού. ~σμένες: ευθύνες. 2. εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι ή γενικότ. βιώνω κάτι, συνήθ. συναίσθημα, μαζί με κάποιον, συμμερίζομαι: ~ τις ανησυχίες/τη λύπη/ένα μυστικό/τους προβληματισμούς/τις σκέψεις/τη χαρά μου. Θέλω να ~στώ μαζί σου ένα ευτυχές νέο! ● ΦΡ.: δεν έχω τίποτα να μοιράσω μαζί σου/με κάποιον/δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε: δεν υπάρχει καμία διαφορά ή κανένας λόγος για διαφωνία, προστριβή., μοιράζω τη διαφορά (σπάν.-προφ.): βρίσκω τη μέση λύση σε διαφωνία, διένεξη., δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα βλ. γάιδαρος, μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. χαρτί, μοιράζω το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη βλ. λύπη, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά βλ. χαρά [< μεσν. μοιράζω]

γάιδαρος

γάιδαρος γάι-δα-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άρου | θηλ. γαϊδούρα} 1. ΖΩΟΛ. θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus asinus) με μεγάλα αυτιά και γκρίζο συνήθ. τρίχωμα, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το άλογο: γκάρισμα/σαμάρι ~ου.|| Έχει αυτιά σαν του ~ου. Υπομονή ~ου. Ήταν φορτωμένος σαν ~. Δούλευε σαν ~ (βλ. σαν το σκυλί). Βλ. όναγρος, υποζύγιο. ΣΥΝ. γαϊδούρι (1), όνος 2. (μτφ.-υβριστ.) αναίσθητος, αγενής ή αχάριστος άνθρωπος: Είσαι (μεγάλος) ~! Ντροπή σου, ~ε! 3. (μειωτ.) νεαρός άντρας ο οποίος συμπεριφέρεται με τρόπο ανώριμο, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ηλικίας του: Τριάντα χρονών ~ και ακόμη τον συντηρούν οι γονείς του. ● Υποκ.: γαϊδαράκος & γαϊδουράκος (ο) ● ΦΡ.: γάιδαρος με περικεφαλαία (υβριστ.-επιτατ.): πολύ αναίσθητος ή/και αγενής άνθρωπος. ΣΥΝ. γαϊδούρι/μουλάρι ξεσαμάρωτο/ξεκαπίστρωτο/ξέστρωτο, δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να κάνει κάτι απλό, είναι εντελώς ανίκανος, άχρηστος., έδεσε/έχει δεμένο το(ν) γάιδαρό του (προφ.): εξασφαλίστηκε, τακτοποιήθηκε, έχει βολευτεί και εφησυχάζει: Τι ανάγκη έχει; ~ ~! Παντρεύτηκε και νομίζει ότι έδεσε τον γάιδαρό της. Πβ. επαναπαύομαι., είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποδίδει σε άλλον αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον ίδιο. Πβ. βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με., κατά φωνή κι ο γάιδαρος (προφ.): όταν κάποιος εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που μιλούν για αυτόν, πάνω στην ώρα., πετάει ο γάιδαρος; πετάει! (προφ.): όταν κάποιος δέχεται μια άποψη ή κατάσταση, ακόμα και αν είναι απίστευτη ή παράλογη, συνήθ. λόγω πίεσης ή συμφέροντος., φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά & φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι, στην ουρά θα κολλήσουμε/μείνουμε/σταθούμε; (παροιμ.): ως προτροπή σε κάποιον να μην εγκαταλείψει μια δύσκολη και κοπιαστική προσπάθεια τη στιγμή που φτάνει στο τέλος της., φταίει ο γάιδαρος και χτυπάει/βαράει/δέρνει το σαμάρι (παροιμ.): για εσφαλμένη απόδοση ευθυνών, συνήθ. επειδή δεν γίνεται να τιμωρηθεί ο πραγματικός υπαίτιος., (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (σιγά) μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου/του ποντικού βλ. ουρά, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα βλ. αχυρώνας, σαν τον γάιδαρο του Χότζα βλ. χότζας, σκάω (και) γάιδαρο βλ. σκάω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. γάιδαρος]

λύπη

λύπη λύ-πη ουσ. (θηλ.) 1. ψυχικός πόνος που προκαλείται από απώλεια ή διάψευση των προσδοκιών: δάκρυα ~ης. ~ και συγκίνηση από τον θάνατο του ... Εξέφρασε τη βαθιά/βαθύτατη ~ του για το δυστύχημα (πβ. οδύνη, συντριβή· βλ. συλλυπητήρια). Συμμερίζομαι τη ~ σου. Δεν μπόρεσε να κρύψει τη ~ του για το αποτέλεσμα (πβ. απογοήτευση, δυσαρέσκεια). Πβ. θλίψη, καημός, μαράζι, στενοχώρια. Βλ. μελαγχολία, πικρία, χαρμο~. ΑΝΤ. χαρά (1) 2. (ειδικότ.) οίκτος, συμπόνια: Δεν νιώθει καμιά ~ για τα προβλήματα των άλλων. Αισθάνομαι ~, βλέποντάς τον σ' αυτή την κατάσταση. Πβ. λύπηση. ● ΦΡ.: με λύπη & (λόγ.) μετά λύπης & προς μεγάλη μου λύπη: συνήθ. όταν πρόκειται να αναγγελθεί κάτι άσχημο, δυσάρεστο: Διαπιστώνω ~ ~ ότι ... Βλ. με πόνο ψυχής., μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη (παροιμ.): η λύπη μετριάζεται, όταν τη μοιράζεται κάποιος με άλλον. Βλ. μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά., της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή [< αρχ. λύπη]

παιχνίδι

παιχνίδι παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) {παιχνιδ-ιού | -ιών} & (σπάν.-προφ.) παιγνίδι 1. αντικείμενο, κατασκευή που απευθύνεται κυρ. σε μικρά παιδιά, με σκοπό τη διασκέδασή τους: εκπαιδευτικά/ηχητικά/μηχανικά/μουσικά/ξύλινα ~ια. Επιτραπέζια ~ια (βλ. γκρινιάρης, μονόπολη, παζλ, σκραμπλ). Απαγόρευση/απόσυρση ~ιού (ως ακατάλληλου). ~ια με μπαταρίες. Φουσκωτά ~ια θαλάσσης. Βιομηχανία/διαφημίσεις/εργοστάσιο/κατάστημα ~ιών. Παίζει με τα ~ια του. Βλ. αεροπλαν-, αλογ-, αυτοκινητ-άκι, κούκλα, μπάλα.|| Τα ~ια της παιδικής χαράς (βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα)/του λούνα παρκ (βλ. καρουσέλ). 2. δραστηριότητα που συνήθ. βασίζεται σε κανόνες, με σκοπό την ψυχαγωγία ή/και την ανάδειξη νικητή, σε περιπτώσεις που απαιτούνται δύο ή περισσότεροι παίκτες: αθλητικό/διασκεδαστικό ~. ~ και μάθηση. Ατομικά/ομαδικά παιδικά (βλ. αμπάριζα, κορόιδο, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, τυφλόμυγα)/επιστημονικά/κοινωνικά/πνευματικά (βλ. αίνιγμα, γρίφος, κουίζ, μπριτζ, σταυρόλεξο) ~ια. ~ λογικής (βλ. σουντόκου)/μνήμης (βλ. γιάντες)/στρατηγικής (βλ. ναυμαχία, ντάμα, σκάκι, τάβλι)/υπαίθρου/φαντασίας. ~ια κονσόλας. Τηλεοπτικό ~ γνώσεων (= τηλε~). Έχασα/κέρδισα στο ~.|| Αντιαθλητικό/τίμιο ~. Το στιλ του ~ιού. Πβ. παίξιμο. || Ερωτικό ~. 3. ΑΘΛ. αγώνας, ματς: δυνατό/εύκολο/συγκλονιστικό ~. Στημένα ~ια. Το ~ της Κυριακής. Οι καλύτερες φάσεις του ~ιού. Αποβλήθηκε/αποχώρησε τραυματισμένος από το ~. Πβ. αναμέτρηση. 4. (μτφ.) κάτι που θεωρείται εξαιρετικά εύκολο: Οι ασκήσεις τού φάνηκαν ~. 5. (μτφ.) πρόσωπο που το κάνει κάποιος ό,τι θέλει ή κάτι που δεν το παίρνει στα σοβαρά: Δεν είμαι ~ στα χέρια σου (πβ. άθυρμα, έρμαιο, μαριονέτα, όργανο, πιόνι, υποχείριο).|| Τα βλέπει όλα σαν ~! 6. (μτφ.) κόλπο, τέχνασμα: βρόμικα/επικίνδυνα/κομματικά/πολιτικά/προεκλογικά/σκοτεινά/ύποπτα ~ια. ~ια συμφερόντων. Τα ~ια της διαδοχής/της εξουσίας/της τύχης (πβ. παιχνίδισμα). ~ νεύρων (πβ. πόλεμος νεύρων). Άρχισαν το ~ της προπαγάνδας. 7. (μτφ.) παιχνίδισμα: τα ~ια του φωτός. ● Υποκ.: παιχνιδάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 4. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά παιχνίδια & (προφ.) ηλεκτρονικά (τα): ΤΕΧΝΟΛ. αυτά που παίζονται με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής· συνεκδ. κατάστημα ή χώρος με τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Πβ. βιντεοπαιχνίδι. [< αγγλ. computer game, 1965, electronic game, περ. 1975] , θεατρικό/δραματικό παιχνίδι: θεατρική δραστηριότητα, συχνά στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, με παιδαγωγικούς σκοπούς: δάσκαλος/εργαστήριο ~ού ~ιού. Διδάσκει ~ ~. Βλ. ψυχόδραμα., παιχνίδι ρόλων στο οποίο οι παίκτες υποδύονται 1. ρόλους στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατάστασης ή σεναρίου, κυρ. για εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους. 2. χαρακτήρες και εμπλέκονται σε φανταστικές περιπέτειες. [< αγγλ. 1: role play 2: role playing game, 1976] , σκληρό παιχνίδι 1. αθλητικός αγώνας που χαρακτηρίζεται από δυναμικό ή/και βίαιο παίξιμο. 2. (μτφ.) παρασκηνιακές, προκλητικές ή υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος κάποιου: Σε ~ ~ εξελίσσεται η εκλογή του νέου προέδρου.|| (κατ' επέκτ.) Η μοίρα/τύχη τού έπαιξε ~ ~ (: του συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο)., τεχνικό παιχνίδι: που σε αυτό παίζει ρόλο κυρ. η διανοητική ικανότητα του παίκτη: Το μπιλιάρδο είναι ~ ~., τυχερά παιχνίδια & παιχνίδια τύχης: που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την τύχη: παιχνίδια της τράπουλας (= χαρτοπαίγνια) και άλλα ~ ~. Μηχανήματα ~ών ~ιών (= παιγνιομηχανήματα). Παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. τζόγος. Βλ. κίνο, λαχείο, λόττο, μπαρμπούτι, μπίνγκο, παπάς, προπό, πρότο, ρουλέτα, φρουτάκια. [< γαλλ. jeux de hasard] , αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανοιχτό παιχνίδι βλ. ανοιχτός, κλειστό παιχνίδι βλ. κλειστός, κονσόλα παιχνιδιών βλ. κονσόλα, παιχνίδι κέντρου βλ. κέντρο ● ΦΡ.: βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι & μπαίνω στο παιχνίδι: προσκαλώ κάποιον ή συμμετέχω ο ίδιος σε παιχνίδι και κατ' επέκτ. δραστηριότητα ή κόλπο: Εκπομπή που βάζει ~ και τους θεατές. Η ομάδα μπήκε δυνατά ~.|| Όταν μπαίνει ~ ο ανταγωνισμός, ξεχνάμε την αλληλεγγύη. Πβ. βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι στο κόλπο, μπαίνω στον χορό., βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι & βγαίνω/είμαι/μένω (έξω) από το παιχνίδι: αποκλείω κάποιον από παιχνίδι και κατ' επέκτ. από δραστηριότητα, κόλπο ή δεν συμμετέχω (πια) σε αυτό: Ο διαιτητής έβγαλε τον παίκτη από ~ ~ (: τον απέβαλε). Όποιος ακουμπήσει την μπάλα βγαίνει από ~ ~.|| (μτφ.) Άφησαν τις μικρές επιχειρήσεις έξω ~ ~. Βγήκε από ~ ~ των εκλογών. Δεν έχω ιδέα· είμαι/έχω μείνει έξω ~ ~., κάνω παιχνίδι (προφ.) 1. ΑΘΛ. εκδηλώνω οργανωμένη επίθεση: ~ει ~ από τα άκρα. Οι αντίπαλοι έπαιξαν πολύ καλά και δεν μας άφησαν να ~ουμε ~. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι και έχω τον έλεγχο σε κάποιον τομέα: Ο επιχειρηματικός κολοσσός που ~ει ~ στη Μέση Ανατολή. 3. (μτφ.) ερωτοτροπώ., μοιράζω το παιχνίδι: οργανώνω δραστηριότητα: (ΑΘΛ.) Παίρνει την πρώτη μπαλιά και ~ει ~.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση επιχειρεί να μοιράσει ~., παίζει διπλό παιχνίδι (μτφ.): συνεργάζεται παρασκηνιακά και με τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Πβ. παίζει σε δύο/διπλό/πολλά ταμπλό., παίζει παιχνίδια (μτφ.-προφ.): μηχανορραφεί, προβαίνει σε δόλιες πράξεις: ~ουν ~ εις βάρος μας/σε βάρος των καταναλωτών. Δεν μπορείτε να ~ετε ~ στην πλάτη της χώρας. Παίζονται περίεργα ~ πίσω από την πλάτη του., παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον (προφ.): εξαπατώ, βλάπτω: Η κλήρωση/η μοίρα/η τύχη τού έπαιξε ~ ~., παίζω το παιχνίδι του (μτφ.-προφ.): με τη στάση μου εξυπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου: Μην παίζεις ~ ~ τους! Αρνούμαι να/δεν θα παίξω ~ ~ τους. Δεν ~ ~ κανενός. ΣΥΝ. παίζω το χαρτί του ... (2), παιχνίδι με τις λέξεις 1. προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού με εκμετάλλευση κυρ. της πολυσημίας των λέξεων. 2. χρήση ομόηχων, πολύσημων λέξεων, αναγραμματισμών για υφολογικούς, παιδαγωγικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς., το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (μτφ.): μεθοδική και αγωνιώδης καταδίωξη μέχρι την τελική εξολόθρευση του πιο αδύναμου: ~ ~ ανάμεσα στην Αστυνομία και τους ληστές., χάνω το παιχνίδι (μτφ.-προφ.): χάνω τον έλεγχο, αποτυγχάνω: Μην αγχωθείς, γιατί το έχασες το ~. Το παιχνίδι έχει χαθεί., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει βλ. γυρίζω, έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι βλ. σώζω, οι κανόνες του παιχνιδιού βλ. κανόνας, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω το παιχνίδι μου βλ. παίζω, παιχνίδι της μοίρας βλ. μοίρα, στο χαμηλό παιχνίδι βλ. χαμηλός, στο ψηλό παιχνίδι βλ. ψηλός, το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει βλ. χοντραίνω [< μεσν. παιγνίδι, γαλλ. jeu, αγγλ. game]

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.