Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μομφή μομ-φή ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. έντονη ή επικριτική παρατήρηση, κατηγορία: άδικη/ανυπόστατη/βαριά/δημόσια ~. Απευθύνω/αποδίδω/εκτοξεύω/εξαπολύω/επιρρίπτω/προσάπτω ~ σε (κάποιον). Διατυπώνω τη ~ ότι ... Πβ. επίκριση, επίπληξη, ψόγος. ΑΝΤ. διθύραμβος (1), έπαινος (1) 2. ΠΟΛΙΤ. πρόταση με την οποία ζητείται η έκπτωση προσώπου ή οργάνου από αξίωμα, θέση: Υποβάλλω ~ εναντίον/κατά του προέδρου/του υπουργού. Κατάθεση/ψήφος ~ής. ● ΣΥΜΠΛ.: πρόταση μομφής/δυσπιστίας βλ. πρόταση [< αρχ. μομφή]

πρόταση

πρότασηπρό-τα-ση ουσ. (θηλ.) 1. άποψη, ιδέα, υπόδειξη, προσφορά ή επιθυμία που διατυπώνεται προφορικά ή γραπτά, ώστε να γίνει δεκτή· γενικότ. οτιδήποτε προτείνεται: αναθεωρημένη/γενική/δημόσια/εναλλακτική/ενδιαφέρουσα/επενδυτική/επίσημη/νομοθετική/πολιτική/συμβιβαστική/τεκμηριωμένη ~. ~ ασφάλισης/ειρήνης/συμμετοχής/(συν)εργασίας. Έχω ~ από κάποιον για ... Αντικείμενο/έγκριση/κατάθεση/κείμενο/περιεχόμενο/σχέδιο της ~ης. Υποβολή ~ης (βλ. αυτο~). ~εις-αιτήματα. Διδακτικές/ερευνητικές ~άσεις. ~ ανασυγκρότησης της επιχείρησης. Η ~ή του απορρίφθηκε. Η ομάδα απέσυρε την ~ή της για τον παίκτη ... Με ~ του υπουργού ... ~ ανάληψης καθηκόντων. Κατατέθηκε ~ τροπολογίας στη Βουλή. Εγκεκριμένες ~άσεις έργων. Οι ~άσεις της επιτροπής. ~άσεις για βιβλία (= βιβλιοπροτάσεις)/ταινίες. Ακούστηκαν/καταγράφηκαν πολλές ~άσεις. Της έκανε ανήθικες ~άσεις. Αξιολόγηση/υλοποίηση ~άσεων.|| (ΜΑΘ.) Μαθηματική ~. Απόδειξη ~άσεως.|| (ΝΟΜ.) ~ διαδίκου. Βλ. αντι~. 2. ΓΛΩΣΣ. η βασική δομική μονάδα του γλωσσικού συστήματος με σημασιακή και συντακτική αυτονομία: απλή/ελλειπτική/επαυξημένη/σύνθετη ~. Αποφατική/καταφατική ~. ~ επιθυμίας/κρίσεως. Επιρρηματικές/ονοματικές ή ουσιαστικές ~άσεις. Αιτιολογικές/αναφορικές/βουλητικές/ειδικές/εναντιωματικές/ενδοιαστικές/πλάγιες ερωτηματικές/συμπερασματικές/τελικές/υποθετικές/χρονικές ~άσεις. Οι κύριοι όροι της ~ης (βλ. υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο, κατηγορούμενο). Βλ. περίοδος. 3. ΓΥΜΝ. (σπάν.-λόγ.) έκταση προς τα εμπρός: ~άσεις χεριών. ● Υποκ.: προτασούλα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: πρόταση (γάμου): με την οποία κάποιος/κάποια ζητά από ένα άλλο πρόσωπο να τον/την παντρευτεί: Αρνούμαι/δέχομαι/κάνω ~ ~., πρόταση εμπιστοσύνης: ΠΟΛΙΤ. που υποβάλλει η κυβέρνηση με σκοπό να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη, την έγκριση της Βουλής. [< γαλλ. question de confiance] , πρόταση μομφής/δυσπιστίας: ΠΟΛΙΤ. πρόταση που υποβάλλεται στη Βουλή από την αντιπολίτευση για την άρση της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση ή από τον πρόεδρο της Βουλής για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά κατά βουλευτή ή από βουλευτή κατά προέδρου ή μέλους του προεδρείου της Βουλής: συζήτηση/ψηφοφορία επί της ~ης ~. [< γαλλ. motion de censure] , αναλυτική πρόταση/κρίση βλ. αναλυτικός, αντιφατικές προτάσεις βλ. αντιφατικός, δευτερεύουσα/εξαρτημένη πρόταση βλ. δευτερεύων, ελάσσων πρόταση βλ. ελάσσων, κατηγορική πρόταση/κρίση βλ. κατηγορικός, κύρια/ανεξάρτητη πρόταση βλ. κύριος, μείζων πρόταση βλ. μείζων, πρόταση νόμου βλ. νόμος ● ΦΡ.: ρίχνω την ιδέα/την πρόταση βλ. ρίχνω [< αρχ. πρότασις, γαλλ. proposition]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.