Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μονοπληγία μο-νο-πλη-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαταραχή του κινητικού συστήματος κατά την οποία παραλύει μόνο ένα μέλος του σώματος, κυρ. ένα από τα κάτω άκρα. Βλ. ημι-, τετρα-πληγία. [< γαλλ. monoplégie, αγγλ. monoplegia]

ημι-

ημι- & ημί- (λόγ.): πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του μισού, ελλιπούς ή μη ολοκληρωμένου: ημι-άγριος/~διάφανος. Ημί-γλυκος (βλ. υπο-)/~γυμνος. Πβ. μισο-.|| Hμι-αργία/~κύκλιο. Ημί-θεος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.