Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μοντελοποιώ [μοντελοποιῶ] μο-ντε-λο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {μοντελοποι-είς ..., -ώντας | μοντελοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} (επιστ.): προσομοιώνω ένα πρόβλημα της Μηχανικής με τη βοήθεια κατάλληλου λογισμικού προγράμματος· γενικότ. παρουσιάζω ένα σύνθετο φαινόμενο με τη μορφή μοντέλου. Βλ. -ποιώ. [< αγγλ. model, 1965, γαλλ. modéliser, 1975]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.