Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μοτέλ μο-τέλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (κυρ. στην Αμερική και την Αγγλία) ξενοδοχείο που προσφέρει διαμονή και χώρο στάθμευσης και βρίσκεται έξω από κατοικημένες περιοχές, ιδ. σε οδικούς κόμβους, κατάλληλο για περαστικούς ταξιδιώτες. [< αμερικ. motel, 1925, γαλλ. ~, 1946]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.