Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μουνί μου-νί ουσ. (ουδ.) 1. (λ. ταμπού) αιδοίο. Πβ. πράμα, σχισμή, τέτοιο. 2. (μτφ.-συνεκδ.) για πολύ ελκυστική, σεξουαλική γυναίκα. 3. (μτφ.-υβριστ.) για άνθρωπο κακό, άτιμο, αχρείο. ● Υποκ.: μουνάκι (το), μουνίτσα (η): στη σημ. 2. ● Μεγεθ.: μουνάρα & μούνα (η): στις σημ. 1, 2., μούναρος (ο): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: έλα μουνί στον τόπο σου (αργκό): ως έκφραση μεγάλης έκπληξης ή αιφνιδιασμού., μουνί (καπέλο) (αργκό): για μεγάλη φασαρία, ζημιά ή γενικότ. καταστροφή: ~ ~ γίναμε με τον φίλο μου (: τσακωθήκαμε άσχημα). Πλημμύρισε το σπίτι κι έγινε ~ (πβ. χάλια)., τα κάνω μουνί/γίνομαι μουνί (αργκό): λερώνω ή λερώνομαι· κατ' επέκτ. προκαλώ μεγάλη αναστάτωση, ζημιά ή ανεπιθύμητο αποτέλεσμα, αποτυγχάνω σε κάτι: Έπεσα στις λάσπες κι έγινα ~!|| Τίποτα δεν έγινε σωστά, ~ τα έκανες!, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, το νινί/το μουνί σέρνει καράβι βλ. καράβι [< μεσν. μουνίν]

καράβι

καράβι κα-ρά-βι ουσ. (ουδ.) {καραβ-ιού | -ιών} (προφ.): ΝΑΥΤ. πλοίο: εμπορικό/ιστιοφόρο/πειρατικό/πολεμικό ~. Το ~ της γραμμής. Το αμπάρι/το κατάρτι/το κατάστρωμα/η κουπαστή/ο κυβερνήτης (= καπετάνιος)/τα πανιά/το πλήρωμα/η πλώρη/η πρύμνη του ~ιού. Αράζει/βούλιαξε/έρχεται/ναυάγησε/ρίχνει άγκυρα/σαλπάρει/φεύγει το ~. Ταξιδεύω με ~. Έχει ~ια (= είναι εφοπλιστής). Δουλεύει/εργάζεται στα ~ια (= είναι ναυτικός). Έφυγε/πήγε στα ~ια (= μπάρκαρε). (προφ.) Τι ώρα έχει ~ για ...; Πβ. βαπόρι, ναυς. Βλ. βάρκα, σαπιοκάραβο.|| (μτφ., για χώρα:) Ακυβέρνητο ~.|| (ομοίωμα ~ιού:) Ξύλινο/χάρτινο ~. (ΛΑΟΓΡ.) Στολισμός ~ιού (: τα Χριστούγεννα). ● Υποκ.: καραβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αργοκίνητο καράβι (προφ.-ειρων.): (για πρόσ.) αργόστροφος, νωθρός· (για μηχάνημα ή σύστημα) αργός. Πβ. τα ζώα μου αργά. ● ΦΡ.: βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) (προφ.-ειρων.): για πρόσωπο κακόκεφο και σκυθρωπό, χωρίς προφανή αιτία: Τι έπαθες και δεν μιλάς; Σου ~ ~;, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν (παροιμ.): στην περίπτωση που κάποιος ασχολείται με ασήμαντες υποθέσεις, ενώ εκκρεμούν άλλες πολύ πιο σοβαρές. ΣΥΝ. εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται, μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες (παροιμ.): όσο πιο σημαντικές υποθέσεις αναλαμβάνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες του., οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι (παροιμ.): όταν ανακατεύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, το νινί/το μουνί σέρνει καράβι: για τη δύναμη της γυναίκας να ασκεί επίδραση στον άνδρα. [< μτγν. καράβιον ‘πλοίο’, μεσν. καράβι < αρχ. κάραβος ‘αστακός ή καραβίδα’ και μεσν. ‘φελούκα’]

χτενίζω

χτενίζω χτε-νί-ζω ρ. (μτβ.) {χτένι-σα, χτενί-σει, -στηκα, -στεί, χτενίζ-οντας, χτενι-σμένος} & (σπάν.) κτενίζω 1. ξεμπλέκω ή/και περιποιούμαι τα μαλλιά τα δικά μου ή κάποιου άλλου με χτένα ή βούρτσα ή τους δίνω συγκεκριμένη μορφή: (για τύπο χτενίσματος:) ~σε τα μαλλιά της κότσο/προς τα πάνω/προς τα πίσω. ~σε τις αφέλειες. Πβ. βουρτσίζω.|| (κατ' επέκτ.) ~σε τα γένια/το μουστάκι του/τα φρύδια της με βουρτσάκι.|| (για τρίχωμα ζώου:) ~σε τη χαίτη του αλόγου.|| (για κομμωτή:) Την κούρεψε και τη ~σε. 2. (μτφ.-προφ.) κάνω τις τελευταίες βελτιώσεις σε ένα κείμενο· (συνήθ. γενικότ.) ερευνώ λεπτομερώς, ψάχνω: Το άρθρο/σενάριο ~στηκε. Πβ. ρετουσάρω.|| Η Αστυνομία ~ει (= σαρώνει) την περιοχή για τον εντοπισμό των ληστών. Πβ. κοσκινίζω. 3. περνώ λαναρισμένες δέσμες ινών από ιμάντα με βούρτσες και βελόνες, για να ευθυγραμμιστούν και κατ΄επέκτ. να γίνουν λεπτότερες. Πβ. λαναρίζω, ξαίνω. ● Παθ.: χτενίζομαι: Λούστηκε και ~στηκε.|| Πού ~εσαι (: σε ποιο κομμωτήριο πας); ● Μτχ.: χτενισμένος , η, ο: Ήρθε ~ και μπανιαρισμένος/ξυρισμένος. Μαλλί ~ο στο πλάι. ΑΝΤ. ξεχτένιστος.|| ~ο: κείμενο. ΑΝΤ. αχτένιστος.|| ~ο: βαμβάκι/μαλλί. ~ες: ίνες. ● ΦΡ.: εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται (ειρων.): για κάποιον που σε μια κρίσιμη κατάσταση ασχολείται με επουσιώδη πράγματα. ΣΥΝ. εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν [< 1,3: μεσν. χτενίζω 2: μτγν. κτενίζω, αγγλ. comb]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.