Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μουχρίτσα μου-χρί-τσα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. μονοετές ζιζάνιο (επιστ. ονομασ. Echinochloa crus-galli) της οικογένειας των αγρωστωδών που αναπτύσσεται κυρ. σε υγρά μέρη. Βλ. αγριάδα, βέλιουρας.

αγριάδα

αγριάδα [ἀγριάδα] α-γρι-ά-δα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του άγριου, σκληρότητα: (για πρόσ.) Η ~ του βλέμματος. ~ στους τρόπους. Το θέμα δεν λύνεται με ~ες, φωνές και βία. (για επιφάνεια) Η ~ του ξύλου. (για τόπο) Η ~ του τοπίου. (για καιρικές συνθήκες) Η ~ της θάλασσας/του καιρού (ΣΥΝ. σφοδρότητα). Βλ. αγρίεμα, αγριότητα, -άδα. ΣΥΝ. τραχύτητα 2. ΒΟΤ. παρασιτικό χόρτο, ζιζάνιο ή αγριοβότανο (επιστ. ονομασ. Agropyrum repens). ΣΥΝ. αγριόχορτα, άγρωστη ● ΦΡ.: πουλάω αγριάδα/τσαμπουκά: παριστάνω τον άγριο, τον νταή. ΣΥΝ. πουλάω μαγκιά [< μεσν. αγριάδα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.