Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπέμπελη μπέ-μπε-λη ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): ιλαρά· κυρ. στη ● ΦΡ.: βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη βλ. ιλαρά [< σλαβ. pepel]

ιλαρά

ιλαρά [ἱλαρά] ι-λα-ρά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. οξύ, μεταδοτικό ιογενές νόσημα, το οποίο προσβάλλει συνήθ. παιδιά, κυρ. το αναπνευστικό τους σύστημα, και χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό και εξάνθημα με κόκκινες κηλίδες που εξαπλώνεται σε όλο το σώμα: εμβόλιο/κρούσματα ~άς. Πέρασα την/προσβλήθηκα από ~. Βλ. ανεμοβλογιά. ● ΦΡ.: βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη (μτφ.-προφ.): ζεσταίνομαι υπερβολικά: Θα βγάλεις ~ έτσι βαριά που ντύθηκες! [< μεσν. ίλαρη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.