Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μπίρα μπί-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αλκοολούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση διαλύματος δημητριακών καρπών, κυρ. βύνης κριθαριού, στους οποίους προστίθενται κώνοι λυκίσκου και νερό: βαρελίσια/γερμανική/δυνατή/κόκκινη/μαύρη/ξανθιά ~. ~ χύμα. ~ με/χωρίς αφρό. Μαγιά/ποτήρι ~ας.|| ~ χωρίς αλκοόλ. Πβ. μπιρόνι. ΣΥΝ. ζύθος 2. (συνεκδ.) μπουκάλι ή μεταλλικό κουτί και η αντίστοιχη ποσότητα μπίρας που αυτό περιέχει. ● Υποκ.: μπιρίτσα & (σπάν.) μπιρούλα (η) [< ιταλ. birra]
  • μπιραρία μπι-ρα-ρί-α ουσ. (θηλ.): κατάστημα στο οποίο σερβίρουν διάφορα είδη μπίρας. Πβ. ζυθοπωλείο. [< ιταλ. birreria]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.