Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπαγάσας μπα-γά-σας ουσ. (αρσ.) {-ες κ. -ηδες} (λαϊκό, συνήθ. για δήλωση θαυμασμού): άνθρωπος πονηρός και συνήθ. αναξιόπιστος, που πετυχαίνει τον σκοπό του: Πού το βρήκε ο ~! Ρε, ~α, τα κατάφερες πάλι! Πβ. κατεργάρης, κερατάς, κερατούκλης, μπαγάσικο. ● Υποκ.: μπαγασάκος (ο) [< μεσν. μπαγάσας]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.