Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπακαλιάρος μπα-κα-λιά-ρος ουσ. (αρσ.) & (επίσ.) βακαλάος & (προφ.) μπακαλάος: ΙΧΘΥΟΛ. ονομασία ψαριών (οικογ. Gadidae) που ζουν κυρ. σε κρύες θάλασσες και έχουν λευκή και εύγευστη σάρκα: κίτρινος/μαύρος/παστός/υγράλατος ~. ~ Ατλαντικού/Μεσογείου. Πβ. γάδος.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Τηγανητός/φρέσκος/ψητός ~. ~ πλακί/σκορδαλιά/φούρνου. Κροκέτες ~ου. Ξαλμυρίζω τον ~ο. Βλ. μουρούνα, προσφυγάκι. ● Υποκ.: μπακαλιαράκι (το) [< ιταλ. *baccagliaro, baccalaro]

μουρούνα

μουρούνα μου-ρού-να ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι (επιστ. ονομασ. Molva molva) με λευκή σάρκα που συγγενεύει με τον μπακαλιάρο. Βλ. γάδος. [< μεσν. μουρούνα < βεν. moruna]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.