Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • μπατίκ μπα-τίκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: τεχνική βαφής και αποτύπωσης διακοσμητικών στοιχείων πάνω σε ύφασμα με κερί, το οποίο αφαιρείται στη συνέχεια με νερό· συνεκδ. το αντίστοιχο ύφασμα. [< γαλλ. batik]
  • μπατίκι μπα-τί-κι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία σταφυλιού με λευκό χρώμα και το κρασί που παράγεται από αυτό.
  • μπατικός , ή, ό μπα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΔ. που έχει μήκος όσο το πάχος του τοίχου: ~ός: λίθος. ΑΝΤ. δρομικός (1) ● Ουσ.: μπατικό (το): τρόπος χτισίματος, ώστε η πέτρα και το τούβλο να πιάνουν όλο το πάχος του τοίχου. [< μτγν. ἐμβατικός ΄τετράγωνος΄]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.