Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπλε μαρέν μπλε μα-ρέν επίθ. {άκλ.}: που έχει σκούρο μπλε χρώμα: ~ κουστούμι. ● Ουσ.: μπλε μαρέν (το): το αντίστοιχο χρώμα. Βλ. ουλτραμαρίνα. ● ΦΡ.: κάνω (κάποιον) μπλε μαρέν (στο ξύλο): ξυλοκοπώ. ΣΥΝ. κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) [< γαλλ. bleu marine]

ουλτραμαρίνα

ουλτραμαρίνα [οὐλτραμαρίνα] ουλ-τρα-μα-ρίνα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & ουλτραμαρίν (το): χρωστική ουσία που παράγεται από το λάπις λάζουλι· το αντίστοιχο έντονο μπλε χρώμα που πλησιάζει το μοβ. Βλ. μπλε μαρέν. [< γαλλ. ultramarin]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.