μπλούζα μπλού-ζα ουσ. (θηλ.) 1. ρούχο που καλύπτει τον κορμό κυρ. ως τη μέση: αθλητική/αναμνηστική/βαμβακερή/εξώπλατη/ισοθερμική/κολλητή/κοντομάνικη/μακό/μακρυμάνικη/μεταξωτή/συλλεκτική/σχολική ~. ~ με λαιμόκοψη/φερμουάρ. ~-φούτερ. Φορώ την ~. Βλ. ζακέτα, πουλόβερ, τι σερτ.2. εξωτερικό ρούχο που φτάνει κάτω από τη μέση ή ως το μέσο της κνήμης και φοριέται πάνω από τα άλλα ρούχα από επαγγελματίες: εργαστηριακή/ιατρική/προστατευτική/χειρουργική ~. ~ εργασίας. Βλ. στολή. ● Υποκ.: μπλουζάκι (το): στη σημ. 1., μπλουζίτσα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη/λευκή μπλούζα βλ. άσπρος, κολεγιακή μπλούζα βλ. κολεγιακός ● ΦΡ.: σύνδρομο/φαινόμενο/υπέρταση της άσπρης/λευκής μπλούζας: ΙΑΤΡ. εμφάνιση υψηλότερης αρτηριακής πίεσης, όταν αυτή μετριέται στο ιατρείο παρά όταν μετριέται στο σπίτι ασθενούς κάτω από συνήθεις, γι' αυτόν, συνθήκες. [< γαλλ. blouse]
άσπρος
άσπρος, η, ο [ἄσπρος] ά-σπρος επίθ. 1. λευκός: ~ος: κρίνος/κύκνος/τοίχος. ~η: άμμος/ζάχαρη/ζώνη (: με την οποία ξεκινούν οι αρχάριοι στις πολεμικές τέχνες)/οθόνη/σάλτσα (: χωρίς ντομάτα). ~ο: περιστέρι (: σύμβολο της ειρήνης)/πιπέρι/πουκάμισο/ρύζι/φόντο/φως/ψάρι (: με λευκή σάρκα)/ψωμί (: πολυτελείας). ~ες: τρίχες. ~α: γένια/δόντια (: που δεν έχουν κιτρινίσει)/μαλλιά/σεντόνια/σύννεφα/φασόλια. ~ σαν το γάλα/το χιόνι. Βάφω κάτι ~ο. Βλ. κάτ-, μαυρό-, ολό-ασπρος.|| (με κεφαλ. Α) ~η: θάλασσα (: παλαιότ. ονομασ. του Αιγαίου Πελάγους, κατ' αντιδιαστολή προς τη Μαύρη Θάλασσα). ΑΝΤ. μαύρος (1) 2. (συνεκδ.) χλομός, ωχρός: ~ από τρόμο/φόβο. ~ σαν το πανί. ● Ουσ.: άσπρο (το) 1. το λευκό χρώμα: εκτυφλωτικό/λαμπερό ~.|| (στον πληθ.) Σου πάνε τα ~α (ενν. ρούχα). (μτφ.) Η πόλη ντύθηκε στα ~α (: χιόνισε). ΑΝΤ. μαύρο (1) 2. (προφ.) το άσπρο τμήμα κάποιου πράγματος: το ~ του αβγού/του ματιού (= ασπράδι). Το μπλε και το ~ της ελληνικής σημαίας (: γαλανόλευκο). [< μεσν. άσπρο(ν)] ● Υποκ.: ασπρούλης , α, -ικο/-ι ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη μέρα (μτφ.): ευτυχία, εύνοια, και γενικότ. θετικές εξελίξεις, συνήθ. ύστερα από δυσάρεστη περίοδο: Επιτέλους ήρθε/ξημέρωσε ~ ~ και για μας! Πού να δεις ~ ~, με τόσες σπατάλες; Πβ. (δεν) βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο., άσπρη/λευκή μπλούζα (προφ.): η λευκή ποδιά που φορούν οι γιατροί και οι υπόλοιποι επιστήμονες υγείας., άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο (αρνητ. συνυποδ.): κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από στοιχεία, επιλογές που αλληλοαποκλείονται: η λογική του ~ου-~ου., άσπρη βούλα βλ. βούλα, άσπρη τρύπα βλ. τρύπα, άσπρη/λευκή γραμμή βλ. γραμμή, λευκός νάνος βλ. νάνος ● ΦΡ.: κάνει το άσπρο μαύρο & κάνει το μαύρο άσπρο (μτφ.): διαστρεβλώνει πλήρως την αλήθεια, την πραγματικότητα: Προπαγάνδα που ~ ~. Μπορεί να σου ~ ~ και να σε πείσει., άσπρο πάτο! βλ. πάτος, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, ντύνομαι στα λευκά βλ. ντύνω [< μτγν. ἄσπρος]
ζακέτα
ζακέτα ζα-κέ-τα ουσ. (θηλ.): βαμβακερό ή μάλλινο ένδυμα για το πάνω μέρος του σώματος, που κλείνει μπροστά με κουμπιά ή φερμουάρ και έχει μήκος περ. μέχρι τη μέση και σπανιότ. τα γόνατα: ανδρική/ελαφριά/μακριά/πλεκτή ~. Έριξα πάνω μου μία ~, γιατί κρύωνα. Βλ. ημίπαλτο, μπολερό, σακάκι, τζάκετ, -έτα. ● Υποκ.: ζακετάκι (το), ζακετίτσα (η), ζακετούλα (η) [< γαλλ. jaquette]
κολεγιακός
κολεγιακός, ή, ό κο-λε-γι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με κολέγιο: ~ός: αγώνας (μπάσκετ). ~ό: πρωτάθλημα (μπέιζμπολ). ~ές: ομάδες/σπουδές. ~ή και πανεπιστημιακή μόρφωση. Από τα ~ά χρόνια. ● ΣΥΜΠΛ.: κολεγιακή μπλούζα & κολεγιακό (το): φούτερ. Βλ. πουλόβερ. [< γαλλ. collégial]
στολή
στολή στο-λή ουσ. (θηλ.): ομοιόμορφη συνήθ. ενδυμασία που φοριέται από όσους υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας ή από το προσωπικό ορισμένων επαγγελμάτων ή από μαθητευόμενους σχολείων, σχολών και από μέλη ομάδων για λόγους αναγνωρισιμότητας ή λειτουργικότητας: θερινή/στρατιωτική/χειμερινή ~. ~ αξιωματικού/αστυνομικού/(αστρο)ναύτη/πιλότου. (παλαιότ.) ~ εξόδου. (ΝΟΜ.) Αντιποίηση ~ής.|| Ιερατική ~.|| ~ εργασίας. Βλ. φόρμα.|| Αθλητική/μαθητική ~. Κατάργηση της ~ής. ~ δύτη/ιππασίας.|| Εθνική/παραδοσιακή/τοπική ~ (: χαρακτηριστική έθνους ή περιοχής). Πβ. αμφίεση, φορεσιά.|| Αποκριάτικη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλη στολή: ΣΤΡΑΤ. επίσημη ενδυμασία αξιωματικού., στολή υπηρεσίας & (παλαιότ.-προφ.) στολή αγγαρείας: ΣΤΡΑΤ. στολή παραλλαγής την οποία φορούν οι στρατιώτες κατά την εκτέλεση διαφόρων εργασιών. ● ΦΡ.: εν στολή (επίσ.): με στολή: βαθμοφόροι/στρατιωτικός ~ ~. [< αρχ. στολή ‘ενδυμασία, άμφιο’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.